Του Δημήτρη Παπαδάκη
Είμαστε στην Ελλάδα το 0,04% των παγκόσμιων ρύπων! Το να παριστάνουμε λοιπόν ότι επενδύοντας στα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα θα αποκτήσουμε καθαρή ενέργεια και θα σώσουμε τον πλανήτη από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή είναι μία ηλιθιότητα, όταν για παράδειγμα η Κίνα ολοένα και περισσότερο εκπέμπει περισσότερους ρύπους καίγοντας περισσότερο λιγνίτη.
Πρόκειται βεβαίως για μία πολύ μεγάλη αστοχία όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιχειρήσει με ένα πολύ γρήγορο ενδεχομένως και «βίαιο» τρόπο τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Θα αναρωτηθεί κάνεις, μα αν δεν επενδύσει η Ελλάδα στα φωτοβολταϊκά που έχει τόσες πολλές ημέρες το χρόνο ηλιοφάνεια, ποιος θα επενδύσει; Προφανώς και η μακροπρόθεσμη ενεργειακή κατεύθυνση θα πρέπει να είναι αυτή. Όμως στο μεσοδιάστημα μπαίνει και το ζήτημα του κόστους, ιδίως όταν οι ενεργειακές ανάγκες αυξάνονται συνεχώς και όταν ζούμε καταστάσεις, όπως η τωρινή, που οι αναταραχές στις διεθνείς αγορές των τιμών της ενέργειας προκαλούν πλέον καρδιακό και εγκεφαλικό επεισόδιο μαζί, όταν έρχονται οι λογαριασμοί του ρεύματος στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα μάλιστα, που το ενεργειακό κόστος ακόμα και στην εποχή πριν από τα Μνημόνια αποτελούσε ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την οικονομία, οφείλαμε να ήμασταν πολύ περισσότερο προσεκτικοί στο ενεργειακό μείγμα που θα δημιουργούσαμε. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αν και είναι οπωσδήποτε καθαρές μορφές ενέργειας έχουν το μειονέκτημα να μην έχουν σταθερή απόδοση. Δυστυχώς δεν φύσα συνεχώς και με την ίδια ένταση. Δυστυχώς δεν υπάρχει ηλιοφάνεια όλο το 24ωρο και ούτε κάθε μέρα…. Δυστυχώς το capacity factor, όπως λένε οι ειδικοί των ΑΠΕ, είναι πολύ μικρό.
Το περασμένο καλοκαίρι στα τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου όταν η χώρα επλήγη από ένα παρατεταμένο κύμα καύσωνα και η ενεργειακή ζήτηση έφτασε στο ζενίθ, οι εισαγωγές ρεύματος της χώρας ξεπέρασαν το 15% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ για να αποκατασταθεί η επάρκεια και η ευστάθεια του συστήματος ενεργοποιήθηκαν και οι λιγνιτικές μονάδες που υπολειτουργούσαν. Λιγνίτη όμως δεν καίει μόνο η Ελλάδα, καίνε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καίει και η Γερμανία… Αν θέλουμε να έχουμε ένα φθηνό καύσιμο μπορούμε να επενδύσουμε στην ανανέωση των εργοστασίων αυτών, γιατί η τεχνολογία έχει εξελιχθεί και υπάρχουν πλέον φίλτρα που δεσμεύουν τους ρύπους και το διοξείδιο του άνθρακα. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν συζητιέται. Δυστυχώς στην Ελλάδα και σε αυτό το θέμα τείνει να επικρατήσει η λογική της μιας άποψης. Όχι μόνο λοιπόν ο λιγνίτης εγκαταλείπεται με «βίαιο» τρόπο, αλλά δεν σκεφτόμαστε και άλλες εναλλακτικές που υπάρχουν. Μία από αυτές είναι η πυρηνική ενέργεια. Και πριν κάποιος μείνει με ανοιχτό το στόμα στο άκουσμα της πυρηνικής ενέργειας, να πούμε ότι το ρεύμα που εισάγουμε από την Βουλγαρία παράγεται από τους πυρηνικούς σταθμούς της Βουλγαρίας. Γιατί λοιπόν να μη συζητήσουμε και την πιθανότητα της πυρηνικής ενέργειας, όταν η Σλοβακία έχει τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες που καλύπτει σχεδόν το 50% των ενεργειακών της αναγκών. Πυρηνικούς αντιδραστήρες διαθέτουν επίσης χώρες, όπως η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Κροατία, η Τσεχία ακόμα και η Αρμενία. Και φυσικά η Γαλλία που διαθέτει 58 πυρηνικούς αντιδραστήρες που παράγουν περίπου το 75% της απαιτούμενης ενέργειας. Γιατί να μπορούν οι Σλοβάκοι και να μην μπορούμε εμείς;
Σήμερα ο κόσμος δεν βρίσκεται στην εποχή του Xαλκού, για να μην παίζει κανένα ρόλο η ενέργεια. Σήμερα βρισκόμαστε στο 2021 και η ενεργειακή φτώχεια από την οποία απειλούμαστε εξαιτίας της ανόδου των διεθνών τιμών θα έχει μοιραία ως αποτέλεσμα μία γενικότερη φτώχεια σε όλα τα επίπεδα. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να κάνουμε επιτέλους μία ενεργειακή πολιτική με κυρίαρχο στόχο το να έχουμε φθηνή ενέργεια.