Οι εξοπλισμοί δεν αρκούν για την αποτροπή, αν δεν συνοδεύονται από εθνική συνεννόηση
Του Δημήτρη Παπαδάκη
Είναι μια εύκολη διαπίστωση. Κάθε φορά που τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συζήτηση στη Βουλή για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, γίνεται σαφές από την αντιπαράθεση των μεγάλων κομμάτων πως δεν υπάρχει το εθνικό μέτωπο, που θα έπρεπε να έχει μια χώρα, που έχει τον υπαρξιακό κίνδυνο, που έχει η Ελλάδα.
Παλαιότερα ίσως αυτό δεν γίνονταν τόσο εμφανές, όμως το τελευταίο διάστημα οι διεθνείς συμφωνίες της χώρας και οι εξοπλισμοί συζητούνται στη Βουλή, ωσάν να πρόκειται για ένα θέμα ήσσονος σημασίας. Αυτό βέβαια είναι βολικό για το πολιτικό σύστημα, γιατί έτσι πετυχαίνει ένα διπλό στόχο : να αποπροσανατολίζει το λαό και κυρίως το ίδιο να αποφεύγει να απαντήσει στο καίριο ερώτημα, που δεν είναι από τη στάση της χώρας απέναντι στην Τουρκία.
Αναβαθμίζουμε τους εξοπλισμούς μας, όμως από τη γραμμή του κατευνασμού δεν έχουμε φύγει. Πήραμε τώρα τα Rafale, και; Θα στέλνουμε τα Rafale να παρακολουθούν τα τουρκικά μαχητικά και τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη να παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο και να κάνουν υπερπτήσεις ακόμη και πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά;
Αν δούμε τα ελληνοτουρκικά σε βάθος χρόνου, η Τουρκία έχει καταφέρει –όσο εμείς είμαστε προσκολλημένοι στον κατευνασμό- να αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της. Ξεκίνησε με την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων (Χόρα, Σισμίκ), πέρασε στο casus belli και την καθιέρωση των γκρίζων ζωνών (Ίμια) και τώρα με το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» αμφισβητεί και την κυριαρχία της χώρας ζητώντας την αποστρατικοποίηση των νήσων. Όλα αυτά έγιναν ενόσω εμείς εξοπλιζόμασταν και εκσυγχρονίζαμε το οπλοστάσιό μας.
Οι εξοπλισμοί από μόνοι τους δεν αρκούν για να κάνουν την αποτροπή, όταν δεν συνοδεύονται από ανάλογες πολιτικές αποφάσεις και εθνική συνεννόηση. Η πολιτική απόφαση όμως δεν είναι θέμα του εκάστοτε πρωθυπουργού. Είναι θέμα του πολιτικού συστήματος συνολικά. Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει το μίνιμουμ απέναντι στην Τουρκία, να μην έχει απολύτως καμία «κόκκινη γραμμή». «Κόκκινη γραμμή» σημαίνει πότε θα πατήσεις το… κουμπί. Η αίσθηση που δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια είναι πως η Ελλάδα δεν θα πατήσει το… κουμπί, ακόμη και αν τα τουρκικά F-16 πετάξουν πάνω από την Εύβοια ή και την Ακρόπολη.
Επί αυτής της βάσης όμως η Τουρκία κάποια στιγμή, ίσως και μετά από 20 ή 30 χρόνια, ίσως όμως και νωρίτερα, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να κάνει δικό της το μισό Αιγαίο. Για να αλλάξουν τα δεδομένα χρειάζεται η Ελλάδα να αποτινάξει τον κατευνασμό και να αποκτήσει μια στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η στρατηγική θα γίνει αποδεκτή από τουλάχιστον το 80% του λαού και των κομμάτων. Δηλαδή στη παρούσα συγκυρία από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα μάλιστα είναι πιο εύκολο το δόγμα της Ελλάδας να αλλάξει. Την επόμενη φορά που ένα τουρκικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος θα παραβιάσει τον εναέριο χώρο ή θα κάνει υπέρπτηση, θα πρέπει να καταρριφθεί. Και αυτό βεβαίως δεν θα σημαίνει πόλεμο, αλλά μια κίνηση στην Τουρκία ότι υπάρχουν όρια… Κανείς δεν θα μπορεί να μας κατηγορήσει από τη διεθνή κοινότητα, ούτε και η Τουρκία θα θελήσει να κάνει πόλεμο, αφού δεν θα έχει τη δυσκολία (μιας και μιλάμε για την κατάρριψη ενός UAV) να διαχειριστεί στο εσωτερικό το φέρετρο ενός Τούρκου πιλότου.
Πως μπορεί όμως η Ελλάδα να χτίσει μια άλλη στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, όταν τα κόμματα συζητούν και αποφασίζουν στη Βουλή έχοντας την ψευδαίσθηση ότι δεν τους ακούει κανείς. Μας ακούνε και μας «διαβάζουν» πρωτίστως οι ξένοι και φυσικά η Τουρκία. Τι συμπέρασμα βγάζει π.χ. η Γαλλία όταν βλέπει τον Τσίπρα να καταψηφίζει την ελληνογαλλική συμφωνία; Πώς να επιτευχθεί η εθνική συνεννόηση όταν η κυβέρνηση καπηλεύεται την αγορά των Rafale για κάνει επικοινωνιακή πολιτική; Πως «διαβάζει» η Τουρκία π.χ. τη Συμφωνία των Πρεσπών; Αυτοί έδωσαν όνομα, ιστορία και γλώσσα σε ένα ανυπόληπτο κρατίδιο και δεν θα καταφέρω εγώ να τους πάρω το μισό Αιγαίο; Έτσι μας «διαβάζουν»… και γι’ αυτό δεν θα σταματήσουν ποτέ να διεκδικούν σάρκα από σάρκες της Ελλάδας.