Πώς μπορούν να συμπεριφερθούν στις κάλπες όσοι ανήκουν σήμερα στην γκρίζα ζώνη του 17% και πώς μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών
Ακόμα και εντός Φεβρουαρίου, πριν από την τραγωδία των Τεμπών, στα κομματικά επιτελεία κατέγραφαν ένα παράδοξο. Η δεξαμενή των αναποφάσιστων, σύμφωνα με τις μετρήσεις που έτρεχαν στους δύο πρώτους μήνες του εκλογικού 2023, έμοιαζε περισσότερο με έναν στενό, περιορισμένο πυρήνα. Ήταν μια εικόνα την οποία οι «εκλογολόγοι» των κομμάτων έλεγαν ότι κατέγραφαν το 2019 μόλις δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες, όπως έχουν δημοσιεύσει «ΤΑ ΝΕΑ», με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την αγωνία του κάθε πολιτικού χώρου να καταρτίσει ειδικό σχεδιασμό προσέγγισής τους. Το αδιανόητο δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου ανέτρεψε (και) εκείνη την παγιωμένη εικόνα.
Η σημαντική «αποσυσπείρωση» της ΝΔ με μετατόπιση ψηφοφόρων της προς την αδιευκρίνιστη ζώνη (αναποφάσιστοι, αποχή / λευκό / άκυρο) αποτελεί τον νέο, κομβικό παράγοντα που επηρεάζει εκτιμήσεις και σχεδιασμούς ενόψει της αναμέτρησης του Μαΐου. «Είναι πολύ νωρίς. Και πολύ δύσκολο αυτή τη στιγμή…» είναι η λακωνική απάντηση έμπειρου επί των εκλογικών στελέχους στο ερώτημα πώς μπορεί να συμπεριφερθεί στο τέλος της μέρας αυτή η γκρίζα ζώνη του 17%. Εκεί στρέφονται πάντως με αλλιώτικη στόχευση όλα τα επιτελεία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Τόσο οι ερμηνείες τους όσο και οι προσεγγίσεις τους είναι διαφορετικές και ενόσω η προσοχή στρέφεται στα επόμενα κύματα γκάλοπ, όταν οι δημοσκόποι θα επιχειρήσουν να ανιχνεύσουν τις σκέψεις του 17%, όλα τα σενάρια δείχνουν να είναι ανοιχτά.
Σενάριο 1
Τους «επαναπατρίζει» η ΝΔ
Για το κυβερνών κόμμα ύψιστη προτεραιότητα είναι η επανασυσπείρωση του χώρου του. Στόχος, να «επαναπατρίσει» ήδη στο αμέσως επόμενο διάστημα ένα μέρος, το 2% – 3%, από αυτούς τους νέους αναποφάσιστους. Και η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να παρουσιάσει εκ νέου θετικό αφήγημα στο βαρύ περιβάλλον, απευθυνόμενο ταυτόχρονα σε δεξιούς και κεντρώους. «Δεν θα πυκνώσουμε τον χρόνο μίας κυβερνητικής θητείας» – είναι τα ενδεικτικά λόγια του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη – «σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο που συνέβη αυτή η τραγωδία».
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο θεωρούν ρεαλιστικό τον στόχο, εκτιμώντας ότι όσο διευρύνεται η πολιτική ατζέντα θα αναδιαμορφώνεται και η μπάρα των αναποφάσιστων. «Σε δημοσκοπήσεις ίδιας εταιρείας σε απόσταση δέκα ημερών έπεσαν οι αναποφάσιστοι κατά 1,2 μονάδες και άνοιξε έστω οριακά η ψαλίδα πρώτου – δεύτερου» σχολιάζει κυβερνητικός παράγοντας. Το γαλάζιο ραντάρ ήταν στραμμένο προς τους δυσαρεστημένους με την κυβέρνηση δεξιούς και προ των Τεμπών, εξού και επιχειρούνταν αναχώματα στις διαρροές μέσα από συγκεκριμένες ατζέντες και ρητορική: τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, του Μεταναστευτικού και της διεθνούς εικόνας της χώρας για παράδειγμα, που δεν πρόκειται να αποσυρθούν από τον προεκλογικό λόγο της ΝΔ. Στον απόηχο της τραγωδίας όμως δυσκολεύει το στοίχημα της ΝΔ να πείσει όχι μόνο τους εκτός των νεοδημοκρατικών τειχών, αλλά ακόμα και τον δικό της κόσμο ότι όχι μόνο αναγνωρίζει λάθη αλλά επιπλέον ότι έχει σχέδιο ώστε να μην επαναληφθούν.
Σενάριο 2
Τους «κλέβουν» ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ
Ορατό είναι το ενδεχόμενο ένα μέρος της αδιευκρίνιστης ζώνης να κατευθυνθεί (και) προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Εξάλλου το άλμα που δημοσκοπικά αποτυπώνεται σε αυτή την γκρίζα δεξαμενή δημιουργεί αισιοδοξία στα δύο μεγαλύτερα κόμμα της αντιπολίτευσης ότι μπορούν να «κλέψουν» ψηφοφόρους όταν έρθει η ώρα για το παραβάν. Εχει δημιουργηθεί, κοινώς, για εκείνους μια σημαντική διεκδικήσιμη δεξαμενή, ελπίζοντας ότι η απομάκρυνση ψηφοφόρων από τη ΝΔ προς το «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» είναι απλώς το πρώτο βήμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει στη σκληρή κριτική στοχεύοντας σε αντικυβερνητικά αντανακλαστικά για τις ευθύνες των Τεμπών και όχι μόνο και επενδύοντας στη συσσώρευση δυσαρέσκειας για πεπραγμένα της γαλάζιας διακυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ έχει εκκινήσει επιχείρηση αποδόμησης του προφίλ «προόδου» και «εκσυγχρονισμού» που καλλιεργεί ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση επενδύει πρωτίστως στο «έλλειμμα αξιοπιστίας» του ΣΥΡΙΖΑ, πατώντας στο γεγονός ότι ούτε τώρα ούτε σε προηγούμενες περιόδους κρίσης κατάφερε η Κουμουνδούρου να αποσπάσει κέρδη από τις κυβερνητικές απώλειες.
Ταυτόχρονα το Μαξίμου αυξάνει την πίεση προς τη Χαριλάου Τρικούπη για την επόμενη μέρα, με ενδεικτικά τα «καρφιά» του πρωθυπουργού για τη στάση του Νίκου Ανδρουλάκη και για «το πόσο εύκολη ή δύσκολη μπορεί είναι η συνεννόηση» όταν έχει αρνηθεί συνάντηση «δύο φορές». Από την πλευρά τους πολιτικοί αναλυτές σχολιάζουν ότι κάθε εκτίμηση είναι προσώρας επισφαλής, καθώς οι όποιες μετακινήσεις από ένα κόμμα σε κάποιο άλλο «απαιτούν χρόνο, δεν γίνονται ποτέ αυτόματα».
Σενάριο 3
«Ξεσπούν» προς το «αντί-» ή την αποχή
Ο Μητσοτάκης έσπευσε να καθορίσει το σκεπτικό του για την πρώτη και τη δεύτερη κάλπη. Η πρώτη, όπως είπε, θα δείξει το ποιος θα κυβερνήσει και η δεύτερη θα απαντήσει το πώς. Το ιδανικό σενάριο για την κυβέρνηση είναι η όποια «εκτόνωση» να αποτυπωνόταν στην πρώτη αναμέτρηση χωρίς ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών (με πρωτιά του Μητσοτάκη δηλαδή), προκειμένου στη δεύτερη αναμέτρηση να έρθουν πιο σκληρά διλήμματα και διακυβεύματα για την επόμενη μέρα. Μπροστά υπάρχουν πλέον δύο προκλήσεις: με δεδομένο ότι η αποχή είναι μια ορατή επιλογή για μερίδα των αναποφάσιστων και ενώ καταγράφεται τάση ενίσχυσης του «αντι-», η κυβέρνηση αγωνιά μήπως δει το εύρος της χαλαρής ψήφου ή της ψήφου διαμαρτυρίας με ενίσχυση των μικρότερων στην πρώτη κάλπη να εξαφανίζει την προοπτική αυτοδυναμίας στη δεύτερη.
Επιπλέον τυχόν επίτευξη του 3% για είσοδο στη Βουλή και από άλλο κόμμα επίσης θα βγάλει από το κάδρο την αυτοδυναμία, ανεβάζοντας τον ήδη υψηλό πήχη. Σύμφωνα πάντως με αναλυτές ο χρόνος μέχρι τις εκλογές δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ανάδειξη ενός σχηματισμού που θα κάλυπτε την απάντηση «κάτι / κάποιος άλλος» που καταγράφεται δημοσκοπικά.
Πηγή: in.gr