Ποιότητα και τιμή, το «κρυφό χαρτί» των ξενοδοχείων στη Δυτική Ελλάδα

Ικανοποίηση δηλώνουν οι τουρίστες για το επίπεδο παροχής υπηρεσιών στη Δυτική Ελλάδα, αλλά η περιοχή παραμένει στην τελευταία θέση πανελλαδικά

Η Ελλάδα και η Κύπρος κατέκτησαν την πρώτη θέση με ποσοστό 87%, στον γενικό δείκτη ικανοποίησης των ξενοδοχείων για το Μάιο σύμφωνα με σχετικά στοιχεία που δημοσιοποίησε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ).Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η Ισπανία με ποσοστό 85%, ακολούθησαν η Ιταλία και η Τουρκία με 84% αντίστοιχα ενώ στην τελευταία θέση κατατάχθηκε η Γαλλία με 77%.

Την υψηλότερη θέση ικανοποίησης για τη νησιωτική Ελλάδα κατείχαν τον Μάιο οι Κυκλάδες με 90% ενώ στη δεύτερη θέση κατατάχθηκε η Κρήτη με 87%. Ακολούθησαν τα Ιόνια Νησιά και τα Δωδεκάνησα με 86% αντίστοιχα και το Βόρειο Αιγαίο με 85%. Η έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ παρουσιάζει το δείκτη GRI, δηλαδή την αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών των ξενοδοχείων, που υπολογίζεται μέσω ανάλυσης των μεταβλητών που συνδέονται με τις αναρτήσεις σχολίων πελατών σε εκατοντάδες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, ιστοσελίδες σχολιασμού ξενοδοχείων και ιστοσελίδες OTAs (online travel agents – διαδικτυακά ταξιδιωτικά γραφεία).

Στην έκθεση αυτή την υψηλότερη θέση ικανοποίησης για την ηπειρωτική Ελλάδα κατέχει η Ήπειρος με 91% επίδοση στο δείκτη GRI, ενώ τα ξενοδοχεία της Δυτικής Ελλάδας κατατάσσονται στην τελευταία θέση με επίδοση 84% κατά μέσο όρο για το 2023 και 83% για το μήνα Μάιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι και πέρυσι η επίδοση των ξενοδοχείων της Δυτικής Ελλάδας κυμαίνονταν στα ίδια επίπεδα με επίδοση 84% κατά μέσο όρο.

Πρωτιά στη σχέση ποιότητας – τιμής για τα ξενοδοχεία της Δυτικής Ελλάδας

Υπάρχουν ωστόσο και επιμέρους δείκτες που η Δυτική Ελλάδα πετυχαίνει αρκετά καλύτερες επιδόσεις. Για παράδειγμα στην κατηγορία σχέση ποιότητας-τιμής η Δυτική Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση με επίδοση 89%. Αυτή η πρωτιά ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι αφορά την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς Κρήτη, νησιά Αιγαίου και Ιονίου «αναλύονται» ξεχωριστά. Ωστόσο για τα δεδομένα της Δυτικής Ελλάδας θα μπορούσε ιδίως σε περιόδους κρίσης και αυξημένου πληθωρισμού, όπως η σημερινή, αυτό το πλεονέκτημα των ξενοδοχειακών μονάδων της περιοχής θα μπορούσε να προβληθεί περισσότερο και να αποτελέσει το «κρυφό χαρτί» τους για να προσελκύσει ευρύτερα η Δυτική Ελλάδα περισσότερους επισκέπτες.

Στην εξυπηρέτηση η Δυτική Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση, πίσω από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, με επίδοση 91%, ενώ έρχεται Πέμπτη στην κατηγορία της καθαριότητας με επίδοση επίσης 91%. Στην κατηγορία φαγητού-ποτού στην πρώτη θέση βρίσκεται η Αττική με 90% και στην τρίτη θέση η Δυτική Ελλάδα με 85%. Ενώ την κατηγορία δωματίου στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ήπειρος με 95% στη δεύτερη θέση η Στερεά Ελλάδα με 91% και η Δυτική Ελλάδα έπεται στην τέταρτη θέση με 84%.

Σε κάθε περίπτωση επιδόσεις άνω του 80% θεωρούνται θετικές επιδόσεις. Έτσι η Δυτική Ελλάδα μπορεί να κατατάσσεται τελευταία στην Ελλάδα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια χώρα «ηγέτη» του τουρισμού. Την ίδια ώρα πολύ δημοφιλείς προορισμοί του εξωτερικού και ανταγωνιστικοί με τους ελληνικούς έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στο δείκτη GRI, όπως η Σμύρνη (79%), η Μασσαλία (78%) ακόμη και η Ίμπιζα της Ισπανίας που βαθμολογήθηκε με 83%, όταν η Δυτική Ελλάδα είχε πέρυσι βαθμολογία 84%.

3% του περιφερειακού ΑΕΠ από τον τουρισμό

Παράλληλα, τη σημαντική συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία αναδεικνύει η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ. Η μελέτη αναλύει την συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία για το έτος 2022, σε σχέση με το 2021 και το 2019 ενώ παράλληλα, αναλύονται οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις της τουριστικής δραστηριότητας στην οικονομία.

Τα κύρια της μελέτης έχουν ως εξής:
• Η άμεση οικονομική συνεισφορά του τουρισμού το 2022 αντιστοιχεί στο 11,5% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, αντιστοιχεί μεταξύ 25,3% έως 30,5%.
• Από την άλλη πλευρά, η συνολική άμεση επίπτωση του τουρισμού στην ελληνική οικονομία (δηλαδή περιλαμβανομένων εσόδων αερομεταφορών, επενδύσεων και εγχώριου τουρισμού) το 2022 κατέγραψε αύξηση κατά +3,5% σε σχέση με το 2019 (€ 23,9 δισ. το 2022 έναντι € 23,1 δισ. το 2019).
• Από κάθε € 1,0 τουριστικής δραστηριότητας δημιουργείται επιπλέον € 1,2 έως 1,65 πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, για κάθε € 1,0 τουριστικού εσόδου, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά € 2,2 έως € 2,65 και ως εκ τούτου ο τουρισμός προκαλεί σημαντική σημαντική διάχυση ωφελειών στην οικονομία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης η άμεση τουριστική δαπάνη στη Δυτική Ελλάδα το 2022 ξεπέρασε τα 300 εκατ. ευρώ ποσό που αντιστοιχεί στο 3% του περιφερειακού ΑΕΠ.