Γράφει ο Αδάμης Ευθύμιος (Φιλόλογος-Αρχαιολόγος)
Περίληψη
Η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος στην πόλη του Αγρινίου αποτέλεσε μια δύσκολη και απαιτητική κατάσταση η οποία επέβαλε την εμπλοκή και την συνεργασία τοπικών και εθνικών παραγόντων. Η εύρεση και η ορθή διαχείριση οικονομικών πόρων προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες διατροφικές ανάγκες των προσφύγων, η προσωρινή και η μόνιμη εγκατάστασή τους με την δημιουργία οικισμών, απαιτούσε εσωτερικές διεργασίες μέσα στην πόλη με ευθύνη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι αφιχθέντες που είχαν βιώσει την δύσκολη εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού έπρεπε στο Αγρίνιο του Μεσοπολέμου, μια αναπτυσσόμενη πόλη, να αντιμετωπίσουν νέες αντίξοες συνθήκες για την εγκατάστασή τους. Η εξέλιξη του ζητήματος παρουσιάζεται μέσα από αναφορές του τύπου, πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου και τοπικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο κρίσιμο διάστημα της ενσωμάτωσής τους, όπως ήταν το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης, ή η διαχείριση του κτήματος Παπαστράτου(Πάρκο).
1.1 Η άφιξη των προσφύγων στο Αγρίνιο του Μεσοπολέμου
Η άφιξη και η εγκατάσταση των προσφύγων στο Αγρίνιο υπήρξε σταδιακή. Ξεκίνησε από το 1914 και διήρκεσε μέχρι το 1924, όταν πλέον ήρθαν και οι τελευταίοι από την Καππαδοκία εγκαταλείποντας τις πανάρχαιες πατρίδες τους λόγω των συνθηκών, μετά τα γεγονότα στη Μικρά Ασία.
Η πρώτη ομάδα, καταγόμενη από την Χερσόνησο της Ερυθραίας, είχε ήδη έρθει από το 1914 όταν άρχισαν οι διώξεις των Νεοτούρκων, όμως πολλοί επέστρεψαν πίσω με την παλινόστηση. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν η οικογένεια του βουλευτή και κατοπινού δημάρχου της πόλης Θανάση Κακογιάννη, έτσι το 1922, όσοι τα κατάφεραν να περάσουν στην Ελλάδα επανήλθαν στην πόλη του Αγρινίου. Η δεύτερη, η πιο πολυπληθής ομάδα, έφτασε το 1922 με τα γεγονότα της Καταστροφής και την άφιξή τους σε κάποιο ασφαλές λιμάνι της χώρας. Αναζητώντας τόπο εγκατάστασης, επέλεξαν το Αγρίνιο αφού πληροφορήθηκαν για την καλλιέργεια του καπνού. Τέλος η τρίτη ομάδα έφθασε λίγο αργότερα, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών 1923 -1924. Σ’ αυτή περιλαμβάνονταν και οι τουρκόφωνοι της Καππαδοκίας, οι οποίοι αφίχθηκαν τελευταίοι. Υπήρξαν όμως κι άλλοι που ήρθαν στο Αγρίνιο μετά από μεγάλο διάστημα, ίσως και χρόνια, αναζητώντας συγγενείς, συγχωριανούς και φίλους τους, είτε μαθαίνοντας πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής και απασχόλησης. Αυτοί κουρασμένοι απ’ τις μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο, αφού πρώτα περιπλανήθηκαν στην Ήπειρο, στην Ηλεία (στον Πύργο στη Γαστούνη), στο Γύθειο, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Από τον τύπο της εποχής πληροφορούμαστε για το γεγονός της μαζικής άφιξης τους στην πόλη, στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου 1922. Πρόκειται για τη δεύτερη και πιο πολυπληθή ομάδα, η οποία συμπεριελάμβανε πολλούς από την πρώτη ομάδα που τώρα επιστρέφουν μαζί τους από την Μικρά Ασία, λόγω της καταστροφής. Ήταν κυρίως γυναικόπαιδα και άρχισαν να φτάνουν την 22η και 23η Σεπτεμβρίου του 1922 μέσω του σιδηροδρόμου. Εκείνες τις μέρες οι εφημερίδες των Πατρών αναφέρονται στις χιλιάδες των ταλαιπωρημένων και πεινασμένων που γέμισαν το λιμάνι, και ολόκληρη την πόλη, προκαλώντας απελπισία στις αρχές, ενώ διαρκώς αυξάνονταν ο αριθμός τους με νέες αφίξεις. Η κατάσταση στην Πάτρα είναι όπως στον Πειραιά, στο Βόλο, στη Θεσσαλονίκη όπου γινόταν μαζική άφιξη και στη συνέχεια μαζική αναχώρηση προς τους άλλους «οριστικούς» προορισμούς. Λίγες μέρες αργότερα, το Νοέμβριο του 1922 γίνεται μαζική άφιξη και στην Αμφιλοχία όπου η Επιτροπή υποδοχής, αμήχανη για τον αριθμό, τους τοποθετεί στην Πυριτιδαποθήκη και σε πρόχειρα καταλύματα.
Το Αγρίνιο, μικρή και αναπτυσσόμενη πόλη της εποχής, σύντομα κατακλύστηκε από τους πρόσφυγες και η τραγική τους κατάσταση προκάλεσε αίσθηση στους πολίτες, των οποίων μεγάλο μέρος ήταν απόγονοι προσφύγων άλλων εποχών (Σουλιώτες, Ηπειρώτες και άλλοι). Οι τοπικές αρχές με τις Επιτροπές Υποδοχής ελάχιστα μπορούσαν να προσφέρουν. Ο αριθμός τους, δημοσιογραφικά, υπολογιζόταν αρχικά στις «3.000», αλλά όπως αναφέρει ο τύπος υπήρχαν πληροφορίες ότι με τις συνεχόμενες αφίξεις θα έφθαναν τελικά τις «10.000».
Εγκαταστάθηκαν λοιπόν πρόχειρα σε διάφορους χώρους, όπως ήταν η πλατεία Μπέλλου (σημερινή κεντρική πλατεία της πόλης), η πλατεία Τσακανίκα κοντά στον σημερινό 1ο Παιδικό Σταθμό, αλλά και το κτήμα Στάικου – Χατζοπούλου, το σημερινό Πάρκο. Παράλληλα με αυτούς, τους ανοικτούς δημόσιους χώρους, οι πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν σε διάφορα κτήρια που εκκενώθηκαν, όπως δημοτικά σχολεία, αλλά και σε εγκαταλελειμμένα ή ακατοίκητα κτήρια π.χ. κάποιες παλιές αποθήκες.
Τους πρόσφυγες υποδέχτηκε, ευρισκόμενος στη δημοτική αρχή, ο Νικόλαος Χαλκιώτης (Σεπτέμβριος 1922) όμως σύντομα, σε διάστημα δύο μηνών (Νοέμβριο 1922) παραδίδει την αρχή στον πεπειραμένο δήμαρχο Δημήτριο Τσακανίκα, άνθρωπο δημιουργικό και δραστήριο που φροντίζει με κάθε τρόπο ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Απλοί πολίτες, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς, όπως ο Δήμος και η Νομαρχία, προσπάθησαν να προσφέρουν την βοήθειά τους για την ανακούφιση των προσφύγων και σύντομα, το 1923 αρχίζουν και στήνονται τα πρώτα πρόχειρα καταλύματα, δυτικά της πόλης, προκειμένου οι πρόσφυγες να μαζευτούν εκεί. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκέντρωσης των προσφύγων σε ένα συνοικισμό, που στήνεται με παράγκες κοντά στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο χώρος θα πάρει την ονομασία «Προσφυγικά Καλύβια» και θ’ αποτελέσει τον πρώτο Συνοικισμό. Ο καταυλισμός στήθηκε με στρατιωτικές σκηνές και πρόχειρα υλικά από τους ίδιους τους πρόσφυγες και άλλους που συνεισφέρουν, ενώ απλώθηκε σαν προάστιο στα δυτικά της πόλης, έξω από πολεοδομικό σχέδιο, με όριο το ρέμα Ρεμπελιά που τους διαχώριζε από την πόλη (Μονιούδη – Γαβαλά 2012). Εκεί κοντά στο σημερινό Γυμνάσιο Αγίου Κωνσταντίνου, στη θέση «Κιούνι» ή «Κιούγκι» υπήρχε μια πηγή με τρεχούμενο νερό, όπως και άλλες πηγές ψηλότερα, στο λόφο του προφήτη Ηλία. Η συγκεκριμένη πηγή θ’ αποκτήσει στενή σχέση με την επιβίωση των προσφύγων, οι οποίοι μετά, για χρόνια, θα κουβαλούν καθημερινά νερό στα σπίτια τους, γιατί η υδροδότηση του Συνοικισμού με δίκτυο έγινε πολύ αργότερα ενώ βρύσες σε κάθε γειτονιά πρωτο-τοποθετήθηκαν το 1958.
Ο συνωστισμός, η κακή διατροφή, η έλλειψη συνθηκών υγιεινής (όπως συνέβη σε όλη την Ελλάδα) δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, γι’ αυτό όταν έφτασε ο χειμώνας παρουσιάστηκαν ασθένειες που τους πλήττουν θανάσιμα. Απόδειξη της τραγικής κατάστασης που επικρατούσε στα «Καλύβια» και αλλού μέσα στην πόλη, είναι ότι το Δημοτικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου του 1923 αναγνωρίζει την επιτακτική ανάγκη βοήθειας, αφού όπως αναφέρεται τους μαστίζει «εξανθηματικός τύφος». Ο Σύμβουλος Μιλτιάδης Τζάνης πληροφορεί τους παρισταμένους, που σίγουρα το γνωρίζουν, ότι απειλείται άμεσα η υγεία της πόλης.
1.2 Από την προσωρινή στη μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων
Το Συμβούλιο αποφασίζει να δοθούν στο Νομάρχη και ειδικότερα στην επιτροπή που έχει συστήσει η Νομαρχία για την δημιουργία κατοικιών, 35.000 δραχμές από το Σταΐκειο κληροδότημα, ένα σημαντικό ποσό. Όμως η ίδια κατάσταση επικρατεί και αλλού στον νομό, όπως στην Αμφιλοχία όπου από τα εκκλησιαστικά βιβλία πληροφορούμαστε ότι υπήρξαν 42 θάνατοι νηπίων και βρεφών ( κάτω των τριών ετών), μόνο κατά το πρώτο εξάμηνο!
Μετά από έξι μήνες, και ειδικότερα στις 10 -6 -1923, γίνεται στο Αγρίνιο συζήτηση στο Κοινοτικό (Δημοτικό) Συμβούλιο, όπου αναφέρεται από τον ίδιο σύμβουλο (Μ. Τζάνη) πως στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφύγων και της εγκατάστασης τους η πόλη και η «ιδιωτική πρωτοβουλία» συνέβαλαν περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή, όμως είναι φανερό πως πρόκειται για πρόχειρες λύσεις που εξαντλούν σωματικά και ψυχικά τις ταλαιπωρημένες οικογένειες των προσφύγων.
Η εγκατάσταση στην πόλη απετέλεσε δύσκολο έργο, ειδικά μετά την συμφωνία της ανταλλαγής και τη Συνθήκη της Λωζάνης, όταν συνειδητοποιούν πως η παραμονή τους στην Ελλάδα θα είναι μόνιμη. Αναζητούν λοιπόν εναγωνίως εργασία ή μετακινιούνται προς άλλες περιοχές ψάχνοντας καλύτερες συνθήκες, ενώ προστίθενται και άλλοι καινούργιοι από τις αφίξεις των ανταλλαγών είτε από την Αμφιλοχία. Όμως η αποκατάσταση, σε συνεργασία με τους οργανισμούς λάμβανε υπόψη πολλές παραμέτρους.
Οι πρόσφυγες του Αγρινίου, όπως παντού στην Ελλάδα, δεν αποτελούσαν ομοιογενές σύνολο, γιατί δεν είχαν όλοι την ίδια μόρφωση, ούτε τις ίδιες εμπειρίες, ούτε την ίδια επαγγελματική κατάρτιση ούτε προέρχονταν από τα ίδια κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλοντα. Ανάμεσα τους ήταν ιερείς, δάσκαλοι, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, τεχνίτες, αγρότες, κτηνοτρόφοι, εργάτες. Άλλοι ήταν κάτοικοι των πόλεων και άλλοι κάτοικοι της υπαίθρου, οι πρώτοι υπερτερούσαν, αφού στο γενικό σύνολο των προσφύγων αποτελούσαν πανελλαδικά το 42%.
Οι τόποι προέλευσης τους ήταν και αυτοί διαφορετικοί, προερχόντουσαν κυρίως από τη Σμύρνη και τις περιοχές της, τα Αλάτσατα, τα Λίγδα, το Οδεμήσιον, τα Βουρλά, τη Μαγνησία, αλλά και την Καππαδοκία, τη Νικομήδεια, τη Σπάρτη, την Καισάρεια, την Πάφρα, την Κερασούντα του Πόντου και άλλες περιοχές. Η πλειοψηφία τους υπάγονταν στις προβλέψεις της συμφωνίας περί ανταλλαξίμων και δικαιούνταν να πάρουν αποζημιώσεις ανάλογες των περιουσιών που εγκατέλειψαν, όμως η Μεικτή Επιτροπή ανταλλαγής άρχισε να λειτουργεί από τον Οκτώβριο του 1923. Η απογραφή των περιουσιών γινόταν με δήλωση στα τοπικά γραφεία Ανταλλαγής (διήρκεσε μέχρι το 1925), οι διαδικασίες ήταν αργές και η κατάσταση στα προσφυγικά «καλύβια» ήταν απελπιστική.
Η κυβέρνηση λόγω της κατάστασης αποφασίζει να δοθεί μια προκαταβολή με βάση την προσωρινή εκτίμηση της περιουσίας, η οποία αντιστοιχούσε στο 5% έως το 25% της περιουσίας και είχε την μορφή ομολογιακού δανείου από την Εθνική Τράπεζα, δηλαδή από το ύψος της προκαταβολής το 20% δινόταν σε μετρητά, ενώ το υπόλοιπο σε ομολογίες και αυτό προσωρινά δημιούργησε ανακούφιση.
Σ’ αυτές τις συνθήκες οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονται πως για να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους θα πρέπει να φτιάξουν επίσημα όργανα, ενώσεις, να συναντιούνται, να συζητούν και στέλνουν αντιπροσώπους. Το 1923 γίνεται το Α΄ Παμπροσφυγικό Συνέδριο Δικαιούχων Ανταλλαξίμων με έντονες συζητήσεις και αιτήματα, στο οποίο ο Βενιζέλος στέλνει επιστολή. Αυτό επαναλαμβάνεται ειδικά όταν οι καταγγελίες για εκμετάλλευση των προσφύγων και διαφθορά των υπαλλήλων οδηγούν σε έκτακτη σύγκληση το καλοκαίρι του 1925 Παμπροσφυγικού Συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη. Η κρισιμότητα της κατάστασης αλλά και η ανάγκη να επιτυγχάνεται σωστή ενημέρωση – επικοινωνία των χιλιάδων προσφύγων εκδίδεται η εφημερίδα ΠΟΑΔΑ όπου δημοσιεύονται οι απαιτήσεις τους να τους δοθεί πλήρη αποζημίωση (όπως όριζε η Σύμβαση).
Οι προσφυγικές οργανώσεις στο Αγρίνιο διαπιστώνουν ότι η αποκατάσταση αργεί και πρέπει να πιέσουν γιατί η πολιτική εκμετάλλευση προκαλεί καθυστερήσεις, άρχισαν λοιπόν να πιέζουν για να τους δοθούν κατάλληλοι χώροι εγκατάστασης.
Το Αγρίνιο αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με άλλες ελληνικές πόλεις που καλούνται να διαχειριστούν το φλέγον ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων. Η αστική αποκατάσταση σ’ όλη την Ελλάδα υλοποιείται με αργούς ρυθμούς. Το Ταμείο Περιθάλψεως παρά την κρατική επιχορήγηση, τις δωρεές και τα χρήματα από ευαγή ιδρύματα συμβάλλει ελάχιστα, ταυτόχρονα βοηθάει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Προνοίαςκαι τέλος από το 1924 η Επιτροπή Αποκαταστάσεως ξεκινάει πιο δυναμικά από άλλους φορείς την αποκατάσταση, δηλαδή την εγκατάσταση και απασχόληση ενώ οι υπηρεσίες της είναι αυτονομημένες και σχεδόν υποκαθιστούν το κράτος.
Το 1926 έγιναν πράγματι στο Αγρίνιο τα πρώτα ουσιαστικά βήματα εγκατάστασης όταν παραδόθηκαν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια. Πρόκειται, χρονικά, για τον δεύτερο Συνοικισμό τον «Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου», με μικρές δίχωρες κατοικίες που ανακούφισαν πολλούς από τους ταλαιπωρημένους κατοίκους των «Καλυβιών» χωρίς όμως να λυθεί το πρόβλημα. Οι καθυστερήσεις δεν οφείλονταν μόνο στις αργές διαδικασίες των φορέων αλλά και σε άλλα σημαντικά εμπόδια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Αγρίνιο το 1924 γίνεται μια προσπάθεια αλλαγής του πολεοδομικού σχεδίου προκειμένου η πόλη ν’ ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες και στις προκλήσεις των καιρών. Αυτό εκπονείται από τον μηχανικό Ψιλόπουλο με χρηματοδότηση των αδελφών Παπαστράτου. Το νέο σχέδιο προέβλεπε πολλές αλλαγές, κατεδαφίσεις, διανοίξεις δρόμων, γι’ αυτό και δημιουργεί εντάσεις. Για να υπάρξει εκτόνωση ανατέθηκε στον Επιθεωρητή Δημοσίων Έργων κ. Βασιλείου η τροποποίησή του. Ο Βασιλείου κάνει την τροποποίηση του όμως δεν έλυσε το πρόβλημα, αντίθετα δημιούργησε νέες αντιδράσεις που κατέληξαν σε συλλαλητήριο. Το Κοινοτικό Συμβούλιο, πιεζόμενο, στις 25.1.1927 απορρίπτει το τροποποιημένο σχέδιο και αναθέτει τη νέα τροποποίηση του σχεδίου στον μηχανικό του δήμου κ. Ραφτόπουλο,ο οποίος στις 1-6-1928 υποβάλλει την δική του τροποποίηση, αναιρώντας όλες τις προτεινόμενες σημαντικές μεταβολές και επαναφέροντας στην ουσία το παλαιό Βαυαρικό σχέδιο πόλεως του 1852. Αυτό τελικά εγκρίνεται από το Δημοτικό Συμβούλιο στις 7-Ιουνίου 1928.
Το πρόγραμμα της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων σταμάτησε γιατί δεν υπήρξαν διαθέσιμοι χώροι, ούτε ήταν εύκολο να χωροθετηθούν καινούργιοι, όμως η πίεση των οργανώσεων και η κατάσταση στα προσφυγικά καλύβια προκάλεσε μια νέα εξέλιξη που δημιούργησε εντάσεις.
Οι προσφυγικοί Σύλλογοι μετά από πίεση πέτυχαν να τους παραχωρηθεί ένας χώρος που ανήκε στους αδελφούς Παπαστράτου (σημερινό πάρκο) πολύ κοντά στον κεντρικό κορμό της πόλης, μέχρι τότε σχεδόν ανεκμετάλλευτος.
Το μεγάλο κτήμα των 54 στρεμμάτων είχε αγοραστεί από τους αδελφούς Παπαστράτου από τον ποιητή- συγγραφέα Κ. Χατζόπουλο και δεν καλλιεργούνταν στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινός καταυλισμός. Οι ιδιοκτήτες (αδελφοί Παπαστράτου) υπόσχονταν ότι εκεί σχεδίαζαν να δημιουργήσουν σύγχρονες δομές για την πόλη, σχολεία και υπαίθριους χώρους ψυχαγωγίας.
Όταν η κυβέρνηση απαλλοτρίωσε το κτήμα για να δημιουργηθούν προσφυγικές κατοικίες (Συνοικισμός), για όσους πρόσφυγες διέμεναν ακόμη στην πόλη, όμως η απόφαση δεν βρήκε σύμφωνους τους κατοίκους και κυρίως τη δημοτική αρχή. Στις 16 Μαρτίου 1929, ταυτόχρονα με τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης συγκαλείται από τον Δήμαρχο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο και διατυπώνει την αντίθεση στη δημιουργία συνοικισμού, αφού ο χώρος προορίζεται από τους ιδιοκτήτες για κοινωφελή χρήση.
Στο Δημοτικό Συμβούλιο παραβρίσκονται και εκπρόσωποι των προσφύγων, οι Μαυρίδης και Μιχαηλίδης, οι οποίοι δέχονται να υποχωρήσουν στην διεκδίκησή τους, αρκεί να βρεθεί άλλος χώρος. Η κατάσταση είναι τεταμένη και την επομένη (17-3-1929), σύμφωνα με τον τύπο της εποχής γίνεται συλλαλητήριο, ενώ την ίδια μέρα, σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα οι πρόσφυγες συγκεντρώνονται και λαμβάνουν την απόφαση να υποχωρήσουν αρκεί να βρεθεί «το ταχύτερον» κάποιο άλλο μέρος «κατάλληλον από υγιεινής απόψεως». Η απόφαση τους δηλώνει ξεκάθαρα την πρόθεσή τους να συμβιώσουν ειρηνικά και φιλικά, χωρίς να στερήσουν από την πόλη ένα τόσο σημαντικό χώρο.
Το ζήτημα τελικά διευθετήθηκε με ομαλό τρόπο, γι’ αυτό και λίγους μήνες μετά, στις 3 Ιουλίου 1929, στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου γίνεται μνεία σ’ όλα εκείνα τα πρόσωπα που από την πλευρά των προσφύγων συνεργάστηκαν: στον κ. Ηλιού, Πρόεδρο της «Παναιτωλοακαρνανικής Οργάνωσης Προσφύγων», στον κ. Μυστακίδη, Πρόεδρο των «Νικομηδειωτών» και τέλος τον κ. Καράλη, Πρόεδρο της «Παμπροσφυγικής Ενώσεως».
Ο Ηλίας Ηλιού, πρόσφυγας και καπνέμπορος του Αγρινίου, ο οποίος ήρθε πριν την καταστροφή του 1922, με την πρώτη ομάδα προσφύγων, ασχολείται ενεργά και δραστήρια με την αποκατάσταση και παρέχει κάθε είδους βοήθεια, ακόμη και οικονομική για την στέγαση των προσφύγων.
1.3 Η Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου
Το 1929 γίνεται επίσημα η σύσταση της Κοινότητας του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο οικισμός αποσπάται από το Δήμο Αγρινίου και ορίζεται «έδρα» της Κοινότητας Αγίου Κωνσταντίνου, όμως η πράξη καταργήθηκε για να γίνει τελικά συνένωση με τον Δήμο Αγρινίου, κάτι που σημαίνει ότι η μοίρα των προσφύγων συνδέθηκε και πάλι στενά με την πορεία της πόλης.
Όπως καταλαβαίνουμε η πολυκομματική κυβέρνηση 1926-1928 του Ζαΐμη δεν έλυσε το ζήτημα, αλλά όταν το 1928 ο Ε. Βενιζέλος αναλαμβάνει την διακυβέρνηση τότε γίνεται η απαλλοτρίωση του κτήματος (πάρκο) όμως η κατάσταση δεν μεταβάλλεται για δύο χρόνια ακόμη. Το 1930 υπήρχαν ακόμη οικογένειες που ζούσαν «σε τρεις μεγάλες παράγκες στον παλιό Συνοικισμό».
Ο Βενιζέλος το 1930 έρχεται στο Αγρίνιο και γίνεται δεκτός με ενθουσιώδη τρόπο, κυρίως από τους πρόσφυγες. Ο Βενιζέλος θέλει να δείξει την αγάπη και την συμπαράστασή του στα προβλήματά τους και μαζί με τον δήμαρχο Ανδρέα Παναγόπουλο θεμελιώνουν τις νέες προσφυγικές κατοικίες, σε μια περιοχή κοντά στον προηγούμενο Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου. Πρόκειται για τον τρίτο Συνοικισμό που θα πάρει το όνομα «Νέα Ερυθραία». Απ’ αυτές σήμερα σώζεται η οικία Τσάμπου, όπου ο Βενιζέλος έθεσε τον θεμέλιο λίθο.
Η εγκατάσταση των προσφύγων θα ολοκληρωθεί αργότερα με ένα τέταρτο οικισμό, που ονομάστηκε «Καπέλια». Πρόκειται για κατοικίες που χτίζονται στο κτήμα Σωτηροπούλου, δεξιά καθώς προσεγγίζουμε τον Άγιο Κωνσταντίνο ερχόμενοι από το Αγρίνιο. Αυτές παραδόθηκαν στους πρόσφυγες αλλά και σε ντόπιους Αγρινιώτες, ενώ αργότερα επεκτείνεται ο οικισμός όταν γίνονται κατοικίες σε άλλα σημεία της περιοχής που χτίζονται με ιδιωτικά έξοδα.
Όλοι οι αναφερόμενοι οικισμοί, τα «Καλύβια», ο Άγιος Κωνσταντίνος, η «Νέα Ερυθραία» και τα «Καπέλια» δημιουργούν πλέον μια ενότητα, τον προσφυγικό Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου, ο οποίος στις 12 Ιουλίου 1929 απετέλεσε Κοινότητα, αλλά στις 22 Ιουλίου 1929 η Κοινότητα καταργείται και συνενώνεται με τον δήμο Αγρινίου. Η συνένωση διαρκεί μέχρι τις 31-3-1934 ενώ από το 1934 μέχρι το 1939 γίνεται Κοινότητα με πρόεδρο τον κ. Μαυρογιάννη διαρκεί μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 1946 όταν συστήνεται ξανά η Κοινότητα και ο οικισμός αποσπάται από το Αγρίνιο.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που στάλθηκαν στην Αιτωλοακαρνανία ήταν 9.089. Στο Αγρίνιο εγκαταστάθηκαν 2.571 άνθρωποι, 1.196 άνδρες και 1.375 γυναίκες, που αποτελούσαν το 15% του πληθυσμού της πόλης, εκείνη την περίοδο. Η γεωγραφική τους προέλευση, όσων εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, ήταν κατά μεγάλο ποσοστό από την Μικρά Ασία (76,7%), όμως ένα μικρότερο ποσοστό καταγόταν από τον Πόντο (19,4%), κάποιοι λίγοι, ποσοστό 3,4%, από τη Ρωσία (Καύκασο) και ένα ασήμαντο ποσοστό, 0,5%, προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη.
Οι υπόλοιποι 6.518 πρόσφυγες που καταγράφτηκαν στην Αιτωλοακαρνανία μετά από τις κατάλληλες διαβουλεύσεις επελέγησαν άλλες περιοχές, όπως τα χωριά Ματσούκι, Σφήνα (Κυψέλη), Άγιος Νικόλαος Κατούνας, Άγιος Νικόλαος Βόνιτσας, λίγες οικογένειες πήγαν σε χωριά της Μακρυνείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγέλη, Μ.(2007).Ο κόσμος της εργασίας: γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού: Αγρίνιο 19ος -20ος αι. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας.
Αλεξίου Θ. (1994). «Οι κοινωνικές αιτίες της καπνεργατικής διαμαρτυρίας στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, τόμος 11ος,τεύχος 21, Αθήνα.
Γερολυμάτος, Γ., « Αγρίνιο – Δρόμοι που γράφουν ιστορία», εκδόσεις
Μπακής, 2004.
Γκιζελή, Βίκα Δ. (1984). Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930.Αθήνα:Επικαιρότητα.
Κακογιάννης Θ., 1997 «Μνήμες και σελίδες της Εθνικής Αντίστασης», Αθήνα
Μαυρογορδάτος, Γ.(1988).Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι
Επαγγελματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, Αθήνα: εκδ. Οδυσσέας.
Μαυρογορδάτος,Γ.(1992). Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μανικάρου, Μ. – Σπυρέλη, Χ. (2009). Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007 Πάτρα:εκδόσεις Το Δόντι.
«Μικρασιατικά Χρονικά», 1957.
Μπάδα, Κ. (2003) (Επιμέλεια). Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου:Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, Πρακτικά Ημερίδας (23 Σεπτεμβρίου 2001), Αθήνα: Μεταίχμιο-Δήμος Αγρινίου.
Πατρώνης, Β. (2015). Η περίοδος της Ανόρθωσης και του Μεσοπολέμου, 1909-1940:Ο αγροτικός τομέας [Κεφάλαιο]. Στο Πατρώνης, Β. 2015. Ελληνική οικονομική ιστορία [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Αθήνα : Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. κεφ5. http://hdl.handle.net/11419/1705
Παπαστράτος, Ε. (1964). Η δουλειά και ο κόπος της.
Παπατρέχας Γερ.(1991). Ιστορία του Αγρινίου. Αγρίνιο : έκδοση Δήμου
Αγρινίου. Σελ. 407, 452
Πελαγίδης, Σ. (1987). «Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) απέναντι στο προσφυγικό πρόβλημα (1923-1930)». Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Η’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-Πρακτικά. Αθήνα.
Τέλωνας,Ν.(2017).Ταξίδι σε χρόνια Λησμονημένα. Αμφιλοχία (Καρβασαράς), 1829- 1944. Αμφιλοχία σελ. 1018, 1019.
Τσουκαλάς, Κ. (1981). Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος – Η Συγκρότηση του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα. Αθήνα :εκδ. Θεμέλιο.
Φωτιάδης,Γ.(1993). «Μνήμες αξέχαστων πατρίδων». Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου, Σύλλογος. «Δημήτρης Ψαθάς».
Χατζηιωσήφ, Χρ. (2002). «Το προσφυγικό σοκ: οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας». Στο Χατζηιωσήφ, Χρ. (2002) (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940,τ.Β1. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Εφημερίδες : «Νεολόγος» στις 20-9-1922 , «Τριχωνίς» στις 24-3-1929, «Αγρίνιον» 23 Σεπτεμβρίου 1922
Ακολουθήστε το agrinioculture.gr στο Google News