Πρόκληση η προσέλκυση φοιτητών, όταν μόλις το 4,7% των φοιτητών στην Ελλάδα επιλέγουν γεωπονικές επιστήμες, ιχθυοκαλλιέργεια και κτηνιατρική
Τα πολλά προβλήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα καταγράφει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), στην τελευταία της έκθεση.
Από το σύνολο των συμπερασμάτων της ΕΘΑΑΕ ξεχωρίζει το γεγονός ότι μόλις ο ένας στους πέντε φοιτητές στα ελληνικά ΑΕΙ ολοκληρώνει τις σπουδές του εντός του ελάχιστου χρόνου σπουδών της σχολής του. Ενώ οι περισσότεροι φοιτητές χρειάζονται σχεδόν έξι χρόνια για να ολοκληρώσουν ένα τετραετές πρόγραμμα σπουδών, που είναι και η ελάχιστη διάρκεια ενός προπτυχιακού προγράμματος.Παράλληλα, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα, απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 33 μονάδες.
Ειδικότερα σε σχέση με το Πανεπιστήμιο Πατρών οι ενεργοί προπτυχιακοί φοιτητές ανά μέλος ΔΕΠ είναι 43, όταν ο εθνικός μέσος όρος είναι 36. Στα θετικά για το Πανεπιστήμιο Πατρών είναι ότι συγκατελέγεται στα πρώτα Πανεπιστήμια της χώρας που έλαβαν σημαντική χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «Horizon 2020», καθώς κατατάσσεται τρίτο στη χώρα με με 62,95 εκατ. €. Αρκετά καλή επίδοση έχει το Πανεπιστήμιο Πατρών και ως προς ττις περισσότερες εμφανίσεις συνολικά στα εννέα διεθνή συστήματα κατάταξης, καθώς κατατάσσεται τέταρτο στη χώρα με 8 εμφανίσεις.
Αυτό που προκύπτει μέσα από την ετήσια έκθεση της ΕΘΑΑΕ και αφορά περισσότερο τη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστήμιο Πατρών, που μετρά μόνο λίγα χρόνια ζωής, αφού ουσιαστικά ξεκίνησε τη λειτουργία το 2019, είναι η χαμηλή ζήτηση που έχουν γενικά οι γεωπονικές επιστήμες. Αυτό φάνηκε τα προηγούμενα χρόνια ιδίως με την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και το γεγονός ότι όχι μόνο σε γεωπονικά τμήμα, αλλά γενικότερα σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα των επαρχιακών πανεπιστημίων ένα μεγάλο ποσοστό των θέσεων εισακτέων παρέμειναν κενές. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλά γεωπονικά τμήματα, οι γεωπονικές επιστήμες, μαζί με την ιχθυοκαλλιέργεια και την κτηνιατρική (ως θεματική περιοχή) επιλέγεται μόνο από 4,69% των φοιτητών της χώρας. Παρενθετικά, ας αναφερθεί ότι στην Ελλάδα οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν τις επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (20,98%), ως αποτέλεσμα της πανεπιστημιοποίησης των πρώην ΤΕΙ στα οποία λειτουργούσε μεγάλος αριθμός τέτοιων Τμημάτων, ενώ στη δεύτερη θέση, έρχονται οι επιστήμες της διοίκησης επιχειρήσεων και οι νομικές σπουδές (19,47%).
Αξίζει να σημειωθεί για τις γεωπονικές επιστήμες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό των φοιτητών που τις επιλέγουν είναι αρκετά μικρότερο (κάτω από 2%) ακόμη και από αυτό της Ελλάδας και και έρχεται φυσικά ως απόρροια της μεγάλης συρρίκνωσης του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Γίνεται δηλαδή εύκολα αντιληπτό ότι το μέλλον αυτών των επιστημών, αν δεν αλλάξει κάτι, δεν είναι ευοίωνο από την άποψη της προσέλκυσης νέων φοιτητών. Ειδικότερα δε η σχετικά νέα Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, η οποία κατατάσσεται στο δείκτη URAP έκτη μεταξύ εννέα αντίστοιχων σχολών στην Ελλάδα, είναι βέβαιο ότι έχει μπροστά της μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι το νεοϊδρυθέν Τμήμα Αειφορικής Γεωργίας στο Αγρίνιο, την πρώτη χρονιά στα μηχανογραφικά, δεν κατάφερε να έχει ούτε έναν επιτυχόντα φοιτητή από τα Γενικά Λύκεια. Αντίστοιχα τα δύο Τμήματα της Σχολής που εδρεύουν στο Μεσολόγγι τα τελευταία χρόνια έχουν όχι μηδενικό, αλλά πολύ μικρό αριθμό φοιτητών, καθώς υπήρχαν χρονιές που οι επιτυχόντες σε αυτά μετά βίας ξεπερνούσαν τους 20. Και ήδη σε κύκλους του Υπουργείου Παιδείας υπάρχουν «ψίθυροι» για συγχωνεύσεις και λουκέτα στα Τμήμα με πολύ μικρό αριθμό φοιτητών. Έτσι η πρόκληση της προσέλκυσης νέων φοιτητών μοιάζει έχει σχεδόν επείγοντα χαρακτήρα.
Η ίδρυση της Γεωπονικής Σχολής στην Αιτωλοακαρνανία μπορεί να έμοιαζε από όλους ως κάτι επιθυμητό και κάτι που ταίριαζε με το παραγωγικό προφίλ της περιοχής, ωστόσο στην πράξη μέχρι στιγμής τα πράγματα δεν είναι τόσο ευοίωνα όσο φαίνονταν εκ πρώτης όψεως, καθώς προϋπάρχουν και προηγούνται σε κατάταξη, αρκετά ομοειδή Τμήματα στη χώρα.