Στο 12,1% ανήλθε η ανεργία στην Ελλάδα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024! Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 574.130 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 4,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό ανεργίας κατά το προηγούμενο τρίμηνο (Δ’ 2023) ήταν 10,5% και κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (Α’ 2023) ήταν 11,8%.
Η απότομη αύξηση της ανεργίας στο 12,1% δείχνει την έντονη εποχικότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας. Το πρώτο και το τελευταίο τρίμηνο κάθε έτους δεν είναι και τα πλέον «καλά» τρίμηνα για την ανεργία, σε αντίθεση με το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, που λόγω της τουριστικής κίνησης, οι προσλήψεις αυξάνονται και η ανεργία μειώνεται.
Βέβαια, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν, αναπάντεχα, αύξηση ακόμη και σε σχέση με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του 2023. Έτσι, κι ενώ η ανεργία το τελευταίο τρίμηνο του 2023 είχε «κλείσει» στο 10,5%, ενώ ακόμη και το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, ένα χρόνο πριν, ήταν κάτω από 12% και συγκεκριμένα στο 11,8%, κατά το α’ τρίμηνο του 2024 αυξήθηκε στο 12,1%.
Παρά την αύξηση μικρότερο ποσοστό στη Δυτική Ελλάδα από τον εθνικό μέσο όρο
Στη Δυτική Ελλάδα ακολουθώντας την πορεία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ το α’ τρίμηνο του 2024 καταγράφει ανεργία 11,7%, οριακά μικρότερη από το μέσο όρο της χώρας (12,1%) με τη Στατιστική Αρχή να εντοπίζει στην περιοχή 33.800 ανέργους. Ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, όταν η ανεργία είχε καταγραφεί στο 9,9%, φτάνοντας σε προμνημονιακά επίπεδα.
Ακόμη κι έτσι η γενική εικόνα για την περιοχή δεν «χαλάει» αφού η Δυτική Ελλάδα από αρνητικός πρωταγωνιστής στα ποσοστά της ανεργίας πλέον έχει καλύτερες επιδόσεις από το μέσο όρο της ανεργίας στη χώρα. Υπενθυμίζεται ότι για παράδειγμα πριν από την έλευση της πανδημίας, στο α’ τρίμηνο του 2020, η ανεργία στη Δυτική Ελλάδα ήταν 20,4%.
Οι λόγοι της ανεργίας
Από τα στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (35,9%) είτε γιατί απολύθηκαν (14,5%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 22,9%.
Η «ανάγνωση» των στοιχείων με ένα θετικό και ένα αρνητικό
Τα στοιχεία, όμως, της ΕΛΣΤΑΤ έκρυβαν και μια θετική εξέλιξη, τη μείωση του μη ενεργού πληθυσμού. Η μείωση του μη ενεργού πληθυσμού εκτιμάται ως ένα από τα θετικά στοιχεία των χθεσινών ανακοινώσεων της ΕΛΣΤΑΤ. Και αυτό γιατί θεωρείται το πρώτο βήμα, στην πορεία προς την απασχόληση, ατόμων που όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν απογοητευμένα και δήλωναν ότι δεν αναζητούν εργασία.
Αυτό τους ενέτασσε αυτόματα στον μη ενεργό πληθυσμό, επηρεάζοντας προς τα κάτω το ποσοστό της ανεργίας. Πλέον, βλέποντας σημαντικές κινήσεις στην εγχώρια οικονομία, δηλώνουν ότι αναζητούν εργασία και εντάσσονται από την ΕΛΣΤΑΤ στους άνεργους, με την ελπίδα ότι το επόμενο διάστημα θα περάσουν στην ομάδα των απασχολούμενων.
Στον αντίποδα το αρνητικό είναι ότι αύξηση υπάρχει και στους νέους άνεργους, όσους δηλαδή βγήκαν από την εκπαίδευση και πλέον αναζητούν εργασία. Και αυτό το γεγονός συνέτεινε, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, στην αύξηση της ανεργίας.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 574.130 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 4,3% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Κάτι που δεν δικαιολογείται από την πορεία της απασχόλησης: ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 4.173.424 άτομα παρουσιάζοντας ανεπαίσθητη μείωση κατά 0,2%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 1,8%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Δικαιολογείται κυρίως από τη μείωση του μη ενεργού πληθυσμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα άτομα που βρίσκονται εκτός εργατικού δυναμικού περιορίστηκαν στα 4.278.162 άτομα, εκ των οποίων κάτω από 75 ετών είναι 3.049.185 άτομα. Ο αριθμός αυτός είναι σημαντικά μειωμένος, κατά 2,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 3,5% σε σχέση με ένα έτος πριν. Μάλιστα, η πλειονότητά τους (45,7%) δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, προέρχεται δηλαδή κατά κύριο λόγο από την ηλικιακή ομάδα των νέων. Κάτι που φαίνεται και από την ανεργία των ατόμων 15-19 ετών, της ομάδας δηλαδή με την υψηλότερη ανεργία, της τάξης του 47,6%.