Του Γιώργου Λεκάκη
Ο Κουβαράς είναι ένας πεδινός οικισμός στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας, στον 38ο παράλληλο [38°41′22.3″N 21°13′45.81″E], ανάμεσα στις λίμνες Αμβρακία και Οζερός. Απέχει 20 χλμ. ΒΔ. από το Αγρίνιο και 21 χλμ. Ν.-ΝΑ. από την Αμφιλοχία.
Στην γύρω περιοχή του έχουν βρεθεί ίχνη αρχαίας κατοικήσεως. Πιο σημαντικό εύρημα, ένας κιβωτιόσχημος τάφος της Υπομυκηναϊκής φάσης στην θέση Ραχούλα. Δεν είναι μεμονωμένο ατομικό εύρημα, καθώς 150 μ. βορειότερα εντοπίζονται κι άλλοι τάφοι της ιδίας περιόδου. Άρα ήταν κάποιο είδος νεκροπόλεως κάποιου οικισμού. Άλλωστε είμαστε δυτικά της μεγάλης πόλεως Στράτου, πρωτεύουσας της Ακαρνανίας, στο στρατηγικό πέρασμα από τον Αμβρακικό Κόλπο στην Ήπειρο…
Τα τοιχώματα του τάφου είχαν κάλυψη και πυθμένα από ακατέργαστες ασβεστολιθικές πλάκες. Ο νεκρός βρίσκονταν με συνεστελμένη στάση να κοιτάζει προς τα ανατολικά. Τα οστά του ήταν αποσαθρωμένα.
Περιείχε 4 πήλινα αγγεία και μερικά ακόμη πολύτιμα ή σπάνια αντικείμενα όπως
– μια χρυσή κύλικα,
– έναν χάλκινο τριποδικό λέβητα,
– επιθετικό και αμυντικό οπλισμό και πιο συγκεκριμένα δύο ξίφη, ένα διμεταλλικό μαχαίρι, μία αιχμή δόρατος, ένα βέλος και κνημίδες.
Τα παραπάνω αντικείμενα ήταν διαχωρισμένα σε ομάδες.
Ο οπλισμός του νεκρού ήταν τοποθετημένος στο αριστερό πλευρό του, με εξαίρεση την αιχμή δόρατος, η οποία βρισκόταν στα δεξιά της κεφαλής του. Στο ύψος του αριστερού στήθους βρισκόταν η χρυσή κύλιξ και στην κάτω αριστερή γωνία ο λέβης. Τα τρία κλειστά αγγεία είχαν τοποθετηθεί γύρω από την κάτω και το ανοικτό στην άνω δεξιά γωνία του τάφου αντίστοιχα.
Η χρονολόγηση του τάφου εγείρει ορισμένα ζητήματα, καθώς σε σχέση με τα μεταλλικά αντικείμενα, τα πήλινα αγγεία υστερούν ποιοτικά και είναι χαμηλής ποιότητος. Επί πλέον για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας δεν υπάρχει λεπτομερή διαίρεση σε φάσεις της τοπικής κεραμικής του τέλους της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
ΤΑ ΠΗΛΙΝΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΚΟΥΒΑΡΑ
– αμφορεύς μεγάλος με αγκύλες λαβές στην κοιλιά και πλαστικές αποφύσεις στην βάση του λαιμού.Το σώμα του είναι ωοειδές με στενή βάση, κοντό λαιμό και έξω νεύον χείλος. Μια ακόμη διακοσμητική ζώνη θα πρέπει να υπήρχε μεταξύ των λαβών, πλην όμως η απολεπισμένη επιφάνεια του αγγείου σε αυτό το σημείο δεν επέτρεψε να διαπιστωθεί η μορφή της.
– αμφορέας μικρός δίωτος με αγκύλες λαβές και γωνιώδες περίγραμμα. Ελλιπής ως προς το κάτω μέρος της κοιλίας και τη βάση.
– κρατήρ σκυφοειδής με κάθετες λαβές. Πρόκειται για δυτικοελλαδικό τύπο, δείγματα του οποίου απαντούν στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Ο εξεταζόμενος ωστόσο, έχει πιο χαμηλή βάση και είναι γενικά πιο κοντόχοντρος. Η διακόσμηση του δεν σώζεται καλά. Στο κάτω μέρος της κοιλιάς και στο χείλος φέρει οριζόντιες ταινίες. Πολύ προσεκτική εξέταση της διακοσμητικής ζώνης στο ύψος των λαβών έδειξε ότι τα μοτίβα της είναι σπείρες (και όχι ομόκεντροι κύκλοι) με κρόσσια.
– πρόχους με κοντόχοντρο σώμα, χαμηλό λαιμό και σχοινοειδή λαβή. Ελλιπές ως προς το κάτω τμήμα της. Στην κοιλιά φέρει δύο σειρές από αβαθείς εγχαράξεις (Ελάχιστα ίχνη βαφής κατά τόπους – πιθανόν να ήταν ολόβαφη). Ίσως πρόκειται για το νεότερο εύρημα του συνόλου.
ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΚΟΥΒΑΡΑ
– κύλιξ χρυσή, σφυρήλατη, κατασκευασμένη από δύο τμήματα που ενώνονται με «ραφή». Έχει ραδινό σώμα, υπερυψωμένες λαβές με εγχάρακτη διακόσμηση από τις οποίες σώζεται μόνο η μία, που προσηλώνεται με δύο αμφικέφαλα καρφιά στο χείλος και ένα πιο κάτω.Το σχήμα της έχει παράλληλα σε πήλινες γραπτές κύλικες της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, αλλά και σε άβαφες της ΥΕ ΙΙΙΒ. Είναι ενδιαφέρων οτι τέτοιας ποιότητας αντικείμενα από πολύτιμο μέταλλο δεν παράγονταν πια κατά την μετανακτορική εποχή και έτσι δεν πρέπει να είναι τυχαίο, ότι ως σήμερα δεν είναι γνωστό κανένα χρυσό αγγείο από τον 12ο ή τον 11ο αι. π.Χ. Με βάση αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προϊόν της ύστερης ανακτορικής περιόδου.
– λέβητας τριποδικός, συγκολλημένος και συμπληρωμένος. Έχει πολλαπλές επιδιορθώσεις, στοιχείο που φανερώνει συχνή ή μακροχρόνια χρήση του, ακόμη και λίγο πριν τοποθετηθεί στον τάφο, αφού εξωτερικά διατηρούσε ίχνη καπνιάς. Είναι ημισφαιρικός, με χείλος στραμμένο προς τα μέσα, τα πόδια είναι πολυεδρικής διατομής και ξεκινούν ψηλά.
Επιθετικός και αμυντικός οπλισμός
Οι τύποι των χάλκινων αντικειμένων που αποτελούν τον επιθετικό και αμυντικό οπλισμό του υπομυκηναϊκού κιβωτιόσχημου τάφου του Κουβαρά, και ειδικότερα τα ξίφη, το μαχαίρι και οι κνημίδες, ανήκουν (μαζί με τον τριποδικό λέβητα) στην παράδοση της υστερομυκηναϊκής χαλκουργίας και ταυτόχρονα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις επαφές της βορειοδυτικής Ελλάδας με άλλες περιοχές της Μεσογείου.
Αυτά είναι:
– Ξίφος τύπου F. Πρόκειται για γνωστό τύπο ξίφους, συχνό σε πολλές περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου. Αξιοσημείωτη είναι η καλή διατήρηση της ελεφαντοστέινης επένδυσης της λαβής ενώ μέσα στον τάφο διατηρούσε την θήκη του από φθαρτό υλικό.
– ξίφος χάλκινο της ομάδας Naue II[2]. Έχει ασυνήθιστα μεγάλο μήκος και διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το χρυσό σύρμα που είναι περίτεχνα ελιγμένο γύρω από την φθαρτή επένδυση της λαβής, που προοριζόταν για τη συγκράτησή της και προφανώς και για διακοσμητικούς λόγους. Ανάμεσα στα ξίφη αυτού του τύπου, το παράδειγμα του Κουβαρά αποτελεί μια παραλλαγή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια στενόμακρη λεπίδα με λεπτές απλές πλαστικές νευρώσεις εκατέρωθεν της κεντρικής νεύρωσης. Παραδείγματα μαρτυρούν τη διάρκεια χρήσης αυτής της παραλλαγής, η οποία καλύπτει την ΥΕ ΙΙΙΓ Προχωρημένη, την ΥΕ ΙΙΙΓ Ύστερη έως την Υπομυκηναϊκή (Κουβαράς).
– αιχμή δόρατος φυλλόσχημη, που συγκαταλέγεται μεταξύ των συνηθισμένων μυκηναϊκών αιχμών με σχιστό αυλό. Η θέση του στον τάφο μαρτυρά ότι προφανώς είχε τοποθετηθεί διαγώνια μαζί με τον ξύλινο στειλεό, ίχνη του οποίου εξ άλλου διατηρούνταν στο εσωτερικό του αυλού.
– αιχμή βέλους με πυραμιδοειδή μύτη. Αποτελεί επίσης έναν συνηθισμένο τύπο της μυκηναϊκής Ελλάδας γνωστό τόσο από την ανακτορική όσο και από την μετανακτορική εποχή.
– Ζεύγος κνημίδων που φέρουν συρμάτινες απολήξεις για την στερέωση στο πόδι και ανήκουν σε έναν ευρέως διαδεδομένο τύπο, που απαντά από την Καλαβρία της Μεγάλης Ελλάδος / νότιας Ιταλίας έως και την Έγκωμη Κύπρου και ο οποίος παραγόταν, σύμφωνα με τα στρωματογραφημένα παράλληλα, από το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου μέχρι και τα υπομυκηναϊκά χρόνια.
– μαχαίρι διμεταλλικό, του οποίου η λεπίδα είναι από σίδηρο, η γλώσσα της λαβής με απόληξη χελιδονοουράς από χαλκό. Η λεπίδα και η γλώσσα της λαβής έχουν από μια τριγωνική εγκοπή στην πλευρά όπου ενώνονται, ώστε να επιτευχθεί η στέρεα συγκόλλησή τους με την αλληλοεπικάλυψη των παραπάνω εγκοπών. Τα δύο τμήματα στερεώνονται με την βοήθεια της μονοκόμματης ελεφαντοστέινης λαβής, η οποία έχει δακτυλιόσχημη απόληξη. Αυτή η τυπολογική λεπτομέρεια μάλλον δεν είναι μυκηναϊκής προέλευσης, αλλά ιταλικής. Θεωρείται εξέλιξη του «ιταλο-αλπινικού τύπου Matrei» και ανήκει στην εποχή των πιο πρώιμων σιδερένιων μαχαιριών της Ιταλίας.
Ο εξαιρετικά πλούσιος κιβωτιόσχημος τάφος του Κουβαρά είναι αποκαλυπτικός ορισμένων ιδεολογιών που αποτυπώνονται στον τρόπο ενταφιασμού του πολεμιστή. Η χρυσή κύλιξ παραπέμπει σε ένα παρελθόν με πλούτο, αν και παραμένει άγνωστη η σχέση του πολεμιστή με αυτό (πειρατεία, κληρονομική διαδοχή;).
Ταυτόχρονα, η κύλιξ μαζί με τον λέβητα αναδεικνύουν την κοινωνική θέση του κατόχου τους, ενώ ο ποικίλος οπλισμός του, ο οποίος θα ήταν ανάμεσα στους πιο πλούσιους ακόμα και σε σύγκριση με αυτούς της προγενέστερης ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου υποδηλώνει την ηγετική στρατιωτική του φύση και κατ’ επέκταση την πολιτική του δύναμη. Επί πλέον, τα κτερίσματα του τάφου του Κουβαρά φανερώνουν με εκπληκτικό τρόπο τις μακρυνές (και όχι «διεθνείς»), άμεσες ή έμμεσες, σχέσεις που είχε κατά το τέλος της Εποχής του Χαλκού η Ακαρνανία – μια σπουδαία περιοχή στην ελληνική αρχαιότητα, για την οποία η έρευνα είχε έως σήμερα ελάχιστα μόνον στοιχεία στην διάθεσή της. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης[3] δείχνουν ότι το σπαθί και το διμεταλλικό μαχαίρι, πιθανότατα, εισήχθησαν στην Ακαρνανία, ενώ τα υπόλοιπα μπρούτζινα αντικείμενα ήταν κατασκευασμένα από κυπριακό χαλκό. Οι σχέσεις ανάμεσα στη δυτική Ελλάδα και την Κύπρο, την οποία μαρτυρούν πρόσφατα κεραμικά ευρήματα από την Αχαΐα και την Ήλιδα, ακόμα και κατά τον όψιμο 12ο και 11ο αιώνα φαίνεται ότι ήταν τακτικές, όπως αποδεικνύει και η εισαγωγή χαλκού που – για πρώτη φορά – διαπιστώνεται στην Ακαρνανία. Το ξίφος «τύπου Allerona», καθώς και το διμεταλλικό μαχαίρι αποτελούν ενδείξεις για επαφές της δυτικής Ελλάδας με τις απέναντι ακτές της Αδριατικής κατά τα υπομυκηναϊκά (ή πρώιμα πρωτογεωμετρικά) χρόνια. Το διακοσμημένο με χρυσό σύρμα ξίφος «τύπου Allerona» και το μαχαίρι με σιδερένια λεπίδα και ελεφαντοστέινη επένδυση της λαβής ήταν πολύτιμα, μοναδικά αντικείμενα, των οποίων ο τρόπος απόκτησης δεν μπορεί να προσδιοριστεί προς το παρόν με ακρίβεια. Είναι πολύ πιθανόν, ωστόσο, να έχουν φτάσει στην κατοχή του πολεμιστή της Ακαρνανίας ως «ξείνια δώρα» ενός φίλου ηγέτη, περίπου με τον τρόπο που μας διηγείται ο Όμηρος…
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν από τους πλουσιότερους και σημαντικότερους τάφους του τέλους της εποχής του μυκηναϊκού κόσμου! Ταυτοχρόνως μας υπενθυμίζει τι άλλο άγνωστο μπορεί να κρύβουν τα βάθη της Ακαρνανίας. Όλα τα τεχνουργήματα φυλάσσονται στο Ξενοκράτειο Μουσείο στο Μεσολόγγι Αιτωλοακαρνανίας (παραπάνω φωτογραφία).
ΠΗΓΗ: arxeion-politismou.grΞενοκράτειο Μουσείο, Μεσολόγγι. Amanti della storia dell’antica Grecia, 11.9.2024. Γ. Λεκακης «Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.5.2020.