Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Ξαναβλέποντας με τα μάτια της πόλης, όπου τίποτε δεν τελειώνει και όλα ξαναρχίζουν, κατανοώ τί σημαίνει να επιστρέφεις στις συνήθειές σου, εδώ που οι ταινίες έχουν τη σημασία τους. Μπαίνεις σε μια κινηματογραφική αίθουσα, αφήνεις πίσω φως, θόρυβο, ξενότητα. Η ταινία γίνεται το θέμα σου• το αόριστο μεταγράφεται σε οριστικό.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο σκηνοθέτης πάει καλά από θέμα αλλά η απόδοση ή ή πλοκή «έχει τα θέματά της»; Σίγουρα κάτι φταίει. Μέσα στο ρόλο και τις απαιτήσεις του, δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες εκείνοι που θα ολοκληρώσουν μια ταινία απογοητευτική ή, για να τεθεί πιο κομψά, κάτω του ύψους των προσδοκιών μας.
Δεν ξέρω ποια ήταν η πρόθεση του Λούκας Μπελβώ να γυρίσει αυτήν την ταινία, μεταγράφοντας το μυθιστόρημα του Φιλίπ Βιλέν. Γνώμη μου είναι πως πολύ μπανάλ για το τίποτα. Στην ταινία του -με γαλλικό τίτλο- Pas son genre (Γαλλία, Βέλγιο 2014) πρωταγωνιστούν ο Κλεμέν (Loïc Corbery) και η Τζένιφερ (Émilie Dequenne). Αυτός υποδύεται έναν καθηγητή φιλοσοφίας και συγγραφέα και αυτή μια κομμώτρια, μητέρα ενός αγοριού. Σταδιακά γνωρίζονται και προκύπτει η σχέση τους. Η δράση εκτυλίσσεται στο Αράς της βόρειας Γαλλίας, γνωστό στο πρόσφατο παρελθόν και από ένοπλες επιθέσεις. Οπότε, μια ερωτική ιστορία έρχεται να (ανα)δείξει αλλιώς την τοπογραφία του ιδιαίτερου.
Η παγίδα, τελικά, του ιδιαίτερου δεν άφησε πολλά περιθώρια στο σκηνοθέτη. Η -βραβευμένη με Μαγκρίτ- ερμηνεία της χαρούμενης εκ πρώτης όψεως κομμώτριας, που μυείται στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι από τον μοναχικό λάτρη των γραμμάτων, δεν αρκεί για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του θεατή. Ο ρυθμός πέφτει, ούτε μοντάζ ούτε μουσική έχουν κάτι να προσφέρουν πέραν από την αντιγραφή της πραγματικότητας και την γυμνή μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Ενώ μια ταινία με ποιητικό αντίβαρο θα «έλεγε με χίλια», τελικά το πατρονάρισμα του καθηγητή στην φίλη του και η παράδοσή της σαν παιδί, μέχρι την τελική ανατροπή, μετατρέπουν την ταινία σε μια απλοϊκή ιστορία, όπου τα ψυχοσυνθετικά γνωρίσματα των βασικών χαρακτήρων μένουν σε ένα επιδερμικό και πρώτο επίπεδο ανάγνωσης-ανάλυσης. Υποθέσεις μπορεί μόνο να κάνει κάποιος, ότι η Τζένιφερ είχε ανάγκη από τη μάσκα, να πιστεύει ότι ο Κλεμέν πολιορκείται από άλλες γυναίκες, ενώ η αποκάλυψη της μετακαρναβαλικής πραγματικότητας, ότι είναι ένας καθηγητής που διαβάζει, γράφει και αραιά πάει και για ένα κούρεμα, την εξέθεσε απέναντι στον εαυτό της και στα συναισθήματά της. Εξού και το οξύμωρο της διεκδίκησης και της εγκατάλειψης στη συνέχεια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, είναι άλλη μία θεατρική συνεισφορά στον κινηματογραφικό κόσμο των εικόνων.
Στο πλαίσιο της νέας αφήγησης, του νέου κόσμου των εικόνων, έρχεται να προστεθεί το «τα σπάει», υπό την έννοια ότι ο σκηνοθέτης αυτής της αντίληψης δοκιμάζει νέες αναφορές, αδιαφορεί για την πιστή μεταφορά της ιστορίας και το χτίσιμο χαρακτήρων, καθώς εστιάζει στο οπτικόν του πράγματος, στην αλήθεια ότι η αφή μπορεί να έχει ορατά ή/και αφαιρετικά αποτελέσματα, όσο και η όραση μπορεί, με τη σειρά της, να έχει απτικά. Ως εκ τούτου, ο φιλμικός χρόνος είναι πόλος μνήμης, κατάσταση δωματίου red alert και το πρόσωπο είναι αυτό που αφήνει το μνημονικό ίχνος του, όπως το θέλει ο σκηνοθέτης. Αυτοί οι ημιχαρακτήρες δεν είναι παρά προϊόντα της ιδέας του, ατελείς σε σχέση με όλο αυτό που έχει στο μυαλό του ο ένας.
Τηρουμένων των αναλογιών, το Λαβ του Αργεντινού Γκασπάρ Νοέ είναι μία ταινία που προκαλεί. Και ορθώς έχει αυτόν τον τίτλο και ας πρόκειται για σεξ, καθώς και στη διαφήμιση δεν κατονομάζεται ποτέ αυτό που εννοείται και, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ξεκάθαρο. Αν η ταινία είχε τίτλο το προφανές, το σεξ, δεν θα ήταν αυτό που είναι. Σύμφωνα με τον Νοέ, -όπως δήλωσε στη συνέντευξη τύπου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας-, το «Λαβ» δεν είναι φορμαλιστική ταινία αλλά αφορά στο ερωτικό πάθος των προσώπων του. Είναι ειλικρινής αυτή η θέση. Το ότι οι πρωταγωνιστές του, το ζευγάρι και η φίλη, εμπλέκονται σε τρίο, είναι η αφορμή για να παίξει ο Νοέ με τα νέα μέσα και τις νέες τεχνολογίες, με τις μουσικές αναφορές, το φωτισμό και με τα δάνεια από τη φωτογραφία.
Σημαντικό σενάριο πλοκής δεν υπάρχει. Το σενάριο κοινότοπης ιδέας εντοπίζεται στην απώλεια της αγάπης καθώς ο Μέρφι (Karl Glusman) αναγκάζεται να πενθεί για την Ηλέκτρα (Aomi Muyock), ζώντας με την γυναίκα του και το παιδί τους. Ωστόσο, για τον Νοέ, η αμεσότητα στην επαφή και η εξοικείωση με το γυμνό, που θα είχαν οι πρωταγωνιστές του, στάθηκαν τα βασικά κριτήρια επιλογής του. Ήθελε να μην είναι κατάσπαρτοι στα τατουάζ, να είναι δεκτικοί στις οδηγίες του και έτοιμοι να παίξουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, το «Λαβ» δεν αξίζει το θάψιμο που δέχτηκε, εφόσον έχει να επιδείξει αξιοπρόσεκτες σκηνές 3d, όπως αυτήν του καυγά της Ηλέκτρας και του Μέρφι στο ταξί, καθώς και εναρμονισμένες μουσικές επενδύσεις. Όμως, ειλικρινά εξίσου, αν δεν ήταν κινηματογράφος 3d θα το έβλεπα; Όχι. Κατά συνέπεια, ο κώδικας «τα σπάει» ενέχει τον κίνδυνο να μείνει ο θεατής σε αυτόν και μόνο, αν το σενάριο δεν έχει και τίποτα να πει. Το προτιμώ από άλλα φιλόδοξα που έχουν χίλια δυο να πουν, αλλά και πάλι αποτυγχάνουν. Βασικό, όμως, είναι ο κινηματογράφος να γίνεται από λάτρεις της αφήγησης και τεχνίτες του αορίστου χρόνου.