Του Δημήτρη Παπαδάκη
Φεύγει και το 2016 αφήνοντας πίσω του μια εκκρεμότητα για την χώρα. Την δεύτερη αξιολογήση του τρίτου Μνημονίου. Παράλληλα όμως παρατηρείται και από πλευράς κυβέρνησης μια αυξημένη επιθετικότητα (εντός ή εκτός εισαγωγικών ο όρος) απέναντι στους δανειστές. Που ακριβώς οφείλεται αυτή η επιθετικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ -που δεν φημίζεται για τους διαπραγματευτικούς της χειρισμούς- δεν μπορεί κανείς να ξέρει με βεβαιότητα. Με βεβαιότητα όμως, καθώς ανατέλλει το 2017, ξέρουμε ότι το τρίτο Μνημόνιο λήγει το καλοκαίρι του 2018 και πως σε αυτό τον ενάμιση περίπου χρόνο, πρέπει η οικονομία να σημειώσει μεγάλες προόδους. Γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή συνεχίσει η χώρα να έχει δανειακές ανάγκες, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα υπάρξει τέταρτο Μνημόνιο για την Ελλάδα. Υπό την έννοια ότι το πολιτικό κλίμα κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη είναι τέτοιο, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, που αν έπρεπε κάποιος αναγκαστικά να ποντάρει σε κάποιο ενδεχόμενο, τότε αυτό με τις περισσότερες πιθανότητες θα ήταν ότι τέταρτο Μνημόνιο μπορεί να έρθει, αλλά θα φέρει μαζί του και τη δραχμή…
Την κρισιμότητα όμως του προσεχούς διαστήματος, ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση φαίνεται να έχουν καταλάβει. Η κυβέρνηση τρομάζει από τη δημοσκοπική της συρρίκνωση, σηκώνει τους τόνους απέναντι στους δανειστές για λόγους που δεν θα έπρεπε και όχι για λόγους που ενδεχομένως θα έπρεπε, μοιράζει πλεονάσματα που προέκυψαν από την εκτίναξη των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες -και τα μοιράζει με άδικο τρόπο και όχι στους πιο εξαθλιωμένους, τη ίδια στιγμή μάλιστα που επενδύσεις δεν έρχονται και μια κρατική ελλειμματική εταιρεία όπως η ΣΤΑ.ΣΥ. (Σταθερές Συγκοινωνίες) ανακοινώνει αυξήσεις μισθών από 2% ως 4%… Από τη μεριά της η αντιπολίτευση και μιλάμε κυρίως για την αξιωματική αντιπολίτευση, σηκώνει τους τόνους απέναντι στην κυβέρνηση, ενδεχομένως δικαιολογημένα, αλλά σε βαθμό εξίσου διχαστικό, ενώ παράλληλα μοιάζει να ικανοποιείται από τη φθορά της κυβέρνησης και σχεδόν να αδιαφορεί για το γεγονός ότι παράλληλα η φθορά της χώρας βαθαίνει σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα αρκούν οι “λύσεις” που θα φέρει μια κυβέρνηση που δεν θα έχει τις ιδεοληψίες της σημερινής. Kαι το σπουδαιότερο όλων απέναντι στην κρισιμότητα τους προσεχούς διαστήματος είναι ότι, ενώ από τους δανειστές δίνονται και οι αφορμές και οι αιτίες για να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση των δημοκρατικών – ευρωπαϊκών κομμάτων σε ένα minimum διαπραγματευτικών θέσεων, π.χ όλοι παραδέχονται ότι είναι παλαβή η απαίτηση για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια, παρ’ όλα αυτά όλοι παραμένουν εγκλωβισμένοι στο κομματικό συμφέρον.
Όσο το εγχώριο πολιτικό σύστημα παραμένει κολλημένο στα κομματικά καθήκοντα και όσο οι δανειστές δείχνουν να νοιάζονται μόνο για τα λεφτά τους, αφού αφήνουν τις κυβερνήσεις ελεύθερες να φορολεηλατούν την οικονομία και δεν απαιτούν να μεταρρυθμιστεί το αδηφάγο πελατειακό κράτος, τόσο η χώρα θα γίνεται έρμαιο της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θα διολισθαίνει αναπόφευκτα και απροετοίμαστη προς τη δραχμή.