Γιατί η ΕΚΤ δεν βιάζεται να εντάξει την Ελλάδα στο QE

Στη Φρανκφούρτη, τα επιφορτισμένα με την παρακολούθηση του ελληνικού προγράμματος στελέχη της ΕΚΤ, τις τελευταίες εβδομάδες στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις εμφανίζονται με δύο “πρόσωπα” σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση με την Αθήνα.
Από τη μία παραδέχονται ότι “όσα έχει προωθήσει η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του Μνημονίου που έχει συμφωνηθεί είναι πράγματι πολλά και σημαντικά…”. Ιδιαίτερα, δε, τα όσα αποκρυσταλλώθηκαν στην κατ’ αρχήν συμφωνία της Παρασκευής 7 Απριλίου “είναι περισσότερα από όσα θα μπορούσε να περιμένει κανείς στις αρχές της διαπραγμάτευσης” αυτού του Μνημονίου…

Ταυτόχρονα όμως επιμένουν ότι οι επιφυλάξεις παραμένουν ισχυρές για το κατά πόσο τα όσα συμφωνούνται και υπογράφονται θα πραγματοποιηθούν στο ακέραιο της συμφωνίας.Για τον λόγο αυτό το κάθε βήμα που ακολουθεί τη συμφωνία καθυστερεί μέχρι να φανεί στην πράξη την πρόθεση της κυβέρνησης για εφαρμογή.
Στη λογική αυτή επιμένουν και τώρα ιδιαίτερα όσο αφορά την Έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που τοαρχικό χρονοδιάγραμμα την ήθελε να έχει δρομολογηθεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.

Τώρα όμως τα πράγματα φαίνεται να έχουν αποκτήσει κάποια… ταχύτητα.Η δρομολόγηση της διαδικασίας για το Staff Level Agreement, η επικείμενη ανακοίνωση των οριστικών στοιχείων από την Eurostat για τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2016 και η συζήτηση που θα γίνει στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ για το χρέος, αποτελούν, κατά τους ίδιους κύκλους της ΕΚΤ, “επαρκή στοιχεία για να προχωρήσει η διαδικασία και για την (σ.σ. δική της) έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους…”.Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα στελέχη της ΕΚΤ, η διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στο QE δεν θα είναι μια ευθύγραμμη – αυτόματη διαδικασία.

Το QE και ο μηχανισμός
Η ιδέα ενός “μηχανισμού” που θα συνδέει την πορεία εφαρμογής του προγράμματος με την πρόσβαση της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ φαίνεται που ωριμάζει εδώ και μερικούς μήνες στη λογική του ότι η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να είναι συνάρτηση της διαπίστωσης ότι το πρόγραμμα είναι “on track”.
Στο πλαίσιο αυτό οι προβλέψεις για την ομαλή πρόσβαση στο QE τοποθετούνται το αργότερο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι στην ΕΚΤ δεν φαίνεται να υπάρχει ανησυχία για την ικανότητα της Ελλάδας να καλύψει τις λήξεις των ομολόγων ύψους 3,9 δισ. ευρώ στις 20 Ιουλίου που έχει στο χαρτοφυλάκιό της η ΕΚΤ. Ούτε καν για την αποπληρωμή του ομολόγου που είχε εκδοθεί την άνοιξη του 2014 και λήγει την ίδια περίοδο.
Η μη ανησυχία εδράζεται στο γεγονός ότι η ΕΚΤ είναι ενήμερη για τη συγκέντρωση διαθεσίμων από την πλευρά του ΥΠΟΙΚ, ώστε ακόμα και στην περίπτωση που καθυστερούσαν οι εκταμιεύσεις των δόσεων από την πλευρά του ESM να μην υπάρξει πρόβλημα στις πληρωμές.
Εκείνο που έχει φορτίσει την ένταση με την ΕΚΤ είναι ότι η συσσώρευση διαθεσίμων έχει γίνει εις βάρος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους (συνταξιούχους, ΦΠΑ, προμηθευτές Δημοσίου, κ.λπ.).
Ένταση η οποία αναμένεται να εκτονωθεί από τη στιγμή που η ομαλή προώθηση της συμφωνίας της Παρασκευής και του Staff Level Agreement θα απελευθερώσει τις πληρωμές από τον ESM που για το διάστημα μέχρι και τον Ιούνιο θα ξεπεράσουν τα 6 δισ. ευρώ.

Ο “συμβιβασμός” με το ΔΝΤ
Οι τελευταίες συναντήσεις που πρόκειται να οριστικοποιήσουν την περιβόητη συμφωνία Ευρωζώνης – ΔΝΤ για την περαιτέρω αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα γίνουν στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον σε δέκα περίπου ημέρες. Εκεί οι τελικές αποφάσεις θα παρθούν από το δίδυμο Λαγκάρντ – Σόιμπλε υπό τη σκιά της περισσότερο ή λιγότερο διακριτικής παρουσίας του κ. Μνούκιν, Αμερικανού υπ. Οικονομικών και του συμβούλου του Τραμπ, κ. Γκάρι Κον.
Ο κ. Σόιμπλε έχει ξεκαθαρίσει σε όλες τις πλευρές ότι η περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους θα μπορούσε να φτάσει στο 2070, δηλαδή επιμήκυνση κατά μία επιπλέον δεκαετία σε σχέση με την ήδη ισχύουσα διάρκεια του χρέους (2059).
Το κρίσιμο στοιχείο όμως της συμφωνίας δεν έχει να κάνει τόσο με την επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους, ούτε καν με την επιμήκυνση της περιόδου χάριτος για κεφάλαιο και τόκους που ζητά το ΔΝΤ.
Το κρίσιμο και δύσκολο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι η επιμήκυνση αυτή σύμφωνα με τον κ. Σόιμπλε δεν μπορεί να συνοδεύεται από μία σταθεροποίηση του επιτοκιακού κόστους εξυπηρέτησης από τον ESM, όπως, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να γίνεται με τα τμήματα του χρέους που περιλαμβάνονται στα “βραχυπρόθεσμα” μέτρα.
Σύμφωνα με τον Σόιμπλε η ανάληψη του κόστους αυτού από την Ευρωζώνη θα σημάνει ένα κόστος πολλών δισ. ευρώ που κανείς δεν έχει πρόθεση να αναλάβει.
Η λύση σε αυτό το φαινομενικό τουλάχιστον αδιέξοδο, είναι να εξασφαλισθεί η σταθεροποίηση του επιτοκιακού κόστους με τη χρήση παράγωγων χρηματοοικονομικών εργαλείων (swaps). Αλλά και εδώ υπάρχει πρόβλημα που έχει να κάνει με το ποιός θα αναλάβει την εγγύηση αυτών των εκδόσεων. Ο… τετραγωνισμός του κύκλου στο σημείο αυτό έχει βρεθεί το πώς θα μπορούσε να γίνει. Έχει προταθεί οι εγγυήσεις έκδοσης των swaps να εξασφαλισθούν με τη χρήση των υπόλοιπων κεφαλαίων από εκείνα που είχαν δεσμευθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…
Στις προτάσεις αυτές φέρεται να έχει παίξει σημαντικό ρόλο και ο ΟΔΔΗΧ ο οποίος συμμετέχει με “χαμηλό προφίλ” στις σχετικές διαδικασίες.
Από την πλευρά του ESM οι “ιδέες” αυτές έχουν τύχει καλής υποδοχής αλλά όλα φαίνεται ότι μένει να ξεκαθαριστούν στην Ουάσινγκτον. Επιπλέον εργαλεία στη διαπραγμάτευση αυτή είναι και τα περιβόητα “κέρδη” από τα ANFAs και SMPs δηλαδή τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι κεντρικές τράπεζες.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο”

πηγή : capital.gr