Γράφει ο Tριαντάφυλλος Μέντζος
Πραγματοποιήθηκε προ κάμποσων ημερών στο Παπαστράτειο Μέγαρο εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δήμος Αγρινίου για την ανάπλαση του Πάρκου Αγρινίου.
Πριν αναφερθώ σ΄αυτό καθαυτό το Πάρκο, είναι αναγκαίο, κατά τη ταπεινή μου γνώμη, να αναφερθώ κατ΄ αρχάς σ΄ ένα ζήτημα πολύ μεγάλης σημασίας. Κάποτε, ως Δημοτική Αρχή και ως Αγρινιώτες, θα πρέπει να δούμε, με την δέουσα προσοχή και βαρύτητα, τα πιο σημαντικά απ΄ αυτά που διαθέτουμε, ως πόλη, και που δεν είναι πολλά, γιατί δυστυχώς υπήρξε «μέριμνα» να μην είναι πολλά (φερ΄ ειπείν, υπήρξε «μέριμνα» να κατεδαφιστεί συν τω χρόνω το ιστορικό της κέντρο, ιστορικό κέντρο που διαθέτουν όλες οι πόλεις της Ευρώπης), όπως θα πρέπει, ως πόλη και ως Δήμος, να δούμε και αυτά που θά ‘πρεπε να διαθέτουμε ή να έχουμε αναδείξει και που, πάλι δυστυχώς, παρά την μακρά περίοδο των παχυλών αγελάδων που διανύσαμε, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, δεν τό’χουμε ακόμα καταφέρει. Το χρωστάμε στην ιστορία μας, το χρωστάμε στην μνήμη των πατεράδων και των μανάδων μας, το χρωστάμε στις επόμενες γενεές. Δεν νοείται, για παράδειγμα, το Αγρίνιο, η πόλη του καπνού, να μη διαθέτει Μουσείο Καπνού (γιατί όχι το καλύτερο στη χώρα). Η βαρύτατη αμέλειά μας προσβάλλει την ιστορική μνήμη, τη μνήμη όλων αυτών που μάτωσαν στα καπνοχώραφα και στα καπνομάγαζα, αυτών που έδωσαν οικονομική ώθηση σ΄ αυτόν τον τόπο. Αποτελεί ύβρι, σύμφωνα με την αρχαία τραγωδία. Δεν νοείται, παράδειγμα δεύτερο, νά’ρχονται στη χώρα μας κάθε χρόνο πάνω από 25 εκατομμύρια τουρίστες, να έχει πάρει ο εναλλακτικός τουρισμός αυτές τις διαστάσεις που έχει πάρει και εμείς, ως Δήμος και ως ευρύτερη γεωγραφική ενότητα, παρά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουμε (πάμπολλες αρχαιότητες, κλασσικές, βυζαντινές και άλλες, λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού, Τριχωνίδα και άλλες λίμνες, Αχελώο και Εύηνο με τα οικοσυστήματά τους κ.λ.π.), να μην έχουμε κάνει ή να μη κάνουμε είτε από μόνοι μας, είτε σε σύμπαξη μ΄ όλους τους ενδιαφερόμενους (Δήμους Μεσολογγίου και Θέρμου, αρμόδιους κρατικούς φορείς, εφορίες αρχαιοτήτων, επιμελητήρια, παραγωγούς, ένωση ξενοδόχων κ.λ.π.), αυτό που μας αναλογεί. Δεν μπορεί, παράδειγμα τρίτο, από την μια μεριά να λέμε ότι η εξέλιξη αυτής της πόλης είναι σε άμεση συνάρτηση και με την αξιοποίηση της λίμνης Τριχωνίδος και από την άλλη να μην έχουμε σπεύσει (ήδη έχουμε αργήσει) να αποκτήσουν οι εκτάσεις πέριξ αυτής χωροταξικό σχέδιο. Τι περιμένουμε; Να δούμε κτίρια να ανεγείρονται εικοί και ως έτυχε και ανάλογα με το πώς βολεύει τον καθένα; Να δούμε μια ακόμη κακόγουστη «ανάπτυξη», σαν αυτές που χορτάσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Για να έρθουμε εκ των υστέρων και κατόπιν εορτής να «χαράξουμε» δρόμους και χρήσεις γης; Δεν θά’χουμε καμία δικαιολογία να ψελλίσουμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας.
Σ΄ αυτά λοιπόν τα λίγα, που πλέον διαθέτουμε, σ΄ αυτά που θάπρεπε να διαθέτουμε, καθώς και στα πολλά που μπορούμε να αναδείξουμε, αν θέλουμε να έχουμε καλύτερη ποιότητα ζωής, μερίδιο (έστω και μικρό) στη τουριστική πίττα της χώρας, αν θέλουμε να αφήσουμε κληρονομιά με «ενεργητικό» στους απογόνους μας, δεν τους πρέπει μετριότητες. Πέραν των άλλων στοιχίζουν περισσότερο. Και για να γίνω πιο σαφής αναφέρω το παράδειγμα της κεντρικής πλατείας. Στις χώρες και στις πόλεις που δεν σκέφτονται τις επόμενες εκλογές, αλλά τις επόμενες γενεές έχουν γίνει πλατείες άπαξ δια παντός, που αντέχουν στους αιώνες. Το μόνο έξοδό τους είναι η συντήρησή τους. Στην πόλη μας τα πράγματα, δυστυχώς, γίνονται με την λογική του ράβε-ξήλωνε. Για πάρα πολλά χρόνια είχαμε την κεντρική πλατεία πλακοστρωμένη με μεγάλες άσπρες πλάκες, που, όταν τις χτυπούσαν οι αχτίνες του ηλίου, δεν μπορούσε κάποιος να κυκλοφορήσει χωρίς γυαλιά ηλίου ή χωρίς προβλήματα στα μάτια. Πριν 30 σχεδόν χρόνια οι άσπρες πλάκες αντικαταστάθηκαν με νέα πλακόστρωση, που ήταν καλύτερη από τη προηγούμενη, αλλά δεν ξέφευγε από την μετριότητα. Έτσι και αυτή με τη σειρά της ξηλώθηκε για να έχουμε τη νέα, με τη σημερινή όψη, πλατεία που ομολογουμένως είναι πολύ καλύτερη από τις προηγούμενες. Πολλοί όμως είναι αυτοί που ισχυρίζονται βασίμως ότι, αν γινόταν αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πολύ πιθανόν κι αυτή να παρουσιάζει ελλείψεις. Απουσιάζει, όπως λένε οι περισσότερο γνωρίζοντες το αντικείμενο (τουλάχιστον κάποιοι εξ αυτών), το υγρό στοιχείο, δεν έχουμε σε γλυπτό τη πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο, με το υγρό στοιχείο (Αχελώος) να είναι μέρος αυτού του γλυπτού κ.λ.π. Συμπέρασμα, αν η κεντρική πλατεία γινόταν άπαξ δια παντός και όπως θά’πρεπε 1) θα στοίχιζε λιγότερο και 2) θα ήταν ωραιότερη.
Συνεπώς είναι αναγκαίο να έχουμε, τουλάχιστον, για τα λίγα σημαντικά, που διαθέτουμε, μια ολοκληρωμένη και αντάξιά τους μελέτη, ακόμα και κατόπιν πανελληνίου αρχιτεκτονικού κ.λ.π. διαγωνισμού και ό,τι κάνουμε να το κάνουμε βάσει αυτής της ολοκληρωμένης μελέτης. Στο ερώτημα δε, που μπορεί να τεθεί, ότι τα χρήματα πιθανόν να μη φτάνουν για να υλοποιηθεί το σύνολο ή, ακόμα-ακόμα, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μελέτης η απάντηση είναι απλή. Κάθε φορά θα κάνουμε όσα μπορούμε, βάσει, όμως, με-λέτης, λίγα ή πολλά χρήματα διαθέτουμε.
Μετά ταύτα και όσον αφορά το Πάρκο, είναι θετικό το γεγονός ότι, μετά από μισό αιώνα !!!! παραμέλησής του, γίνονται ενέργειες για να αρχίσει η ανάπλασή του. Είναι θετικό το γεγονός ότι, μετά και από το μακροχρόνιο αγώνα ενεργών πολιτών να αποφευχθεί η τσιμεντοποίησή του, επιλέχθηκε μια ήπιας μορφής ανάπλαση. Όμως. Είναι απαραίτητο να γίνουν, στη προκειμένη περίπτωση, δυο σοβαρές παρατηρήσεις.
Η ΠΡΩΤΗ. Η ανάθεση της μελέτης του Πάρκου δεν παύει να είναι μία απ΄ ευθείας ανάθεση με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για τον απλούστατο λόγο ότι οι απ΄ευθείας αναθέσεις δεν συγκρίνονται, δεν διαγωνίζονται, δεν αξιολογούνται σε σχέση με άλλες. Ενώ μια μελέτη, κατόπιν πανελληνίου ή και διεθνούς ακόμα διαγωνισμού, που θα ελάμβανε υπ΄ όψη της το νερό και την ιστορία του, κατά τεκμήριο, θα ήταν καλύτερη, ίσως και πολύ καλύτερη, απ΄ αυτήν που επιλέχθηκε.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ και, κατά τη γνώμη μου, σπουδαιότερη, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Ως πόλη έχουμε ένα αντικειμενικά μεγάλο μειονέκτημα, που τους θερινούς, ιδίως, μήνες αναδεικνύεται σε όλη τη διάστασή του. Ενώ η χώρα μας είναι μια κατ΄ εξοχήν παραθαλάσσια χώρα, η πόλη μας είναι μια πόλη της ενδοχώρας. Επιπροσθέτως, ενώ γύρω της υπάρχουν νερά σε πολύ μεγάλες ποσότητες, μέσα σ΄ αυτήν το υγρό στοιχείο, σχεδόν, απουσιάζει. Και σαν να μην έφταναν αυτά τα καλοκαίρια η ατμόσφαιρα στη πόλη γίνεται αποπνιχτική εξ αιτίας του συνδυασμού μεγάλων θερμακρασιών και υψηλής υγρασίας. Υπάρχει αισθητή έλλειψη δροσιάς. Αυτή την αίσθη-ση δροσιάς, την τόσο απαραίτητη για τους κατοίκους της και τους επισκέπτες της, μπορεί να την δώσει το Πάρκο (και το δασύλλιο του Αγίου Χριστοφόρου θα προσέθετε κανείς). Αρκεί το νερό, εκτός από το πράσινο, να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι πέραν των άλλων που πρέπει να γίνουν (και μπορούν να γίνουν) σε σχέση με το νερό και που ως μη ειδικός δεν μπορώ να αναφερθώ συγκεκριμένα, θα πρέπει το νερό να μη μεταφέρεται από το ένα μέρος του Πάρκου στο άλλο μέσα σε σωληνώσεις και σε κλειστές τσιμεντένιες κατασκευές (αυτό προβλέπει η μελέτη της ανάπλασης, έτσι όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε στο Παπαστράτειο), αλλά να ρέει επιφανειακά (συνεχώς τους θερινούς μήνες) μέσα σε χαντάκια, ορατά στον καθένα μας, όπως σε χαντάκια, (υπάρχουν και σήμερα απομεινάρια τους), έρρεε όλα τα χρόνια, πριν την απαξίωσή του.