Του Δημήτρη Παπαδάκη
Σε αυτό το τέταρτο Μνημόνιο υπάρχει μια ρύθμιση που θα μπορούσε υπό συνθήκες κανονικότητας να είναι ουσιαστική μεταρρύθμιση. Δυστυχώς όμως ούτε τα μνημόνια έχουν κανονικότητα…
Πάντα λέγαμε -και πριν τα μνημόνια- πως οι έμμεσοι φόροι (π.χ στα καύσιμα, τσιγάρα, τηλεφωνία κτλ) είναι άδικοι, γιατί είναι «τυφλοί» φόροι, αφού προφανώς δεν γεμίζουμε τα ρεζερβουάρ επιδεικνύοντας τη… φορολογική μας δήλωση. Εάν το κράτος καταφέρει να μειώσει τους έμμεσους φόρους σε βάρος των άμεσων, αυτό είναι κοινωνικά δίκαιο ιδίως για τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Η μείωση του αφορολογητού που φέρνει το τέταρτο μνημόνιο διευρύνει τη φορολογική βάση, πράγμα που είναι εξόχως μεταρρυθμιστικό, αφού μέχρι τώρα ο ελληνικός παραλογισμός έχει επιφέρει το εξής απίστευτο αποτέλεσμα: το 92,5% των φορολογικών εσόδων φυσικών προσώπων καταβάλλεται από το 33% των φορολογουμένων που δηλώνουν εισόδημα άνω των €10.000 τον χρόνο. Στη θεωρία με τη μείωση του αφορολογήτου και με την διεύρυνση της φορολογικής βάσης έχουμε μια μεταρρύθμιση. Για να γίνει όμως η θεωρία πράξη θα έπρεπε να υπάρξει και μείωση των έμμεσων φόρων και δη στα προϊόντα εκείνα και τις υπηρεσίες που είναι αναγκαία για την επιβίωση της μέσης ελληνικής οικογένειας. Όμως το τέταρτο μνημόνιο δεν φέρνει καμία μείωση έμμεσων φόρων. Έτσι και μόνο έτσι τα αποτελέσματα από τη μείωση του αφορολογήτου θα είναι οδυνηρά.
Είναι όμως εξίσου λυπηρό με το γεγονός ότι αυτή την κοινωνικά δίκαιη -τουλάχιστον στη θεωρία- μεταρρύθμιση μένει μισή, δεν την υπερασπίζεται κανείς μέσα στη βουλή. Οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την ψηφίζουν με… πόνο καρδιάς, ενώ οι δήθεν σοβαροί βουλευτές των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων την καταψηφίζουν …περήφανα χαϊδεύοντας αυτιά και χωρίς να εξηγούν τουλάχιστον ότι δεν την ψηφίζουν, επειδή δεν συνοδεύεται με μείωση των έμμεσων φόρων.