Δεν υπάρχουν ήρωες γιαγιά…

Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή επαρχία Μπαλουχισταν του Πακιστάν, ζούσε ένα μικρό αγόρι που το λέγανε Φαρουκ. Έμενε σε μια μικρή καλύβα με τους γονείς του και τα τρία του αδέρφια. O πατέρας του Αφταμπ, δούλευε στις καλλιέργειες ρυζιού, ενώ η μητέρα του Χασινα, ως γυναίκα παραδοσιακής ανδροκρατούμενης οικογένειας, ήταν περιορισμένη στις οικιακές εργασίες και στην ανατροφή των παιδιών. Στην καλύβα επίσης έμενε και η γιαγιά του Φαρουκ, η Σαλιμα, την οποία ο μικρός λάτρευε, γιατί κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, του έλεγε ιστορίες των προγόνων του.

Από τη γιαγιά του έμαθε λοιπόν, ότι καταγόταν από τη φυλή των Καλάς, οι οποίοι, σύμφωνα με το θρύλο, ήταν απόγονοι των Ελλήνων στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν χόρταινε να ακούει ξανά και ξανά τις ιστορίες του Μεγάλου κατακτητή και των πολεμιστών του που άφησε στα βουνά του Πακιστάν χιλιάδες χρόνια πριν. “Πες γιαγιά, πες” ήταν τα παρακλητικά λόγια του Φαρουκ. Και η γιαγιά αφηγούταν: “Όταν ο μεγάλος Βασιλιάς παιδί μου έφυγε για νέες κατακτήσεις στην Ανατολή, άφησε πίσω στα βουνά του Πακιστάν πολλούς στρατιώτες του. Τους είπε να τον περιμένουν, πως μια μέρα θα γυρίσει και μέχρι τότε να μην αλλάξουν θρησκεία, γλώσσα, κουλτούρα, ζωή. Εικοσιτρείς αιώνες μετά, εμείς Φαρουκ, που είμαστε τα παιδιά των παλιών πολεμιστών, περιμένουμε ακόμα να έρθει ο Σικαντερ*, για να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, στα αδέρφια μας”. Κάθε βράδυ ο μικρός κοιμόταν με την ελπίδα ότι γρήγορα θα ξημέρωνε εκείνη η μέρα που θα έβλεπε από κοντά τη πατρίδα του Μεγάλου του Ήρωα και θα γνώριζε τα άλλα του αδέρφια.

Τα χρόνια πέρασαν, η γιαγιά Σαλιμα πέθανε και ο Φαρουκ, 19 χρονών, έχει ανεξίτηλη στη μνήμη του την εικόνα και λόγια της που καθημερινά τον συντροφεύουν. Ο ίδιος και η οικογένειά του μένουν τώρα σε ένα προσωρινό καταυλισμό, αφού η χώρα του επλήγη από τις χειρότερες πλημμύρες στην ιστορία της και σχεδόν 20.000.000 άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Ο Αφταμπ και η Χασινα παλεύουν με τα λίγα που τους έχουν απομείνει να ανοικοδομήσουν την παλιά τους καλύβα, να αναστήσουν την παλιά τους ζωή. Και ο Φαρουκ θέλει τόσο πολύ να βοηθήσει τους γονείς του, αλλά δυστυχώς είναι λιγοστά τα χρήματα που παίρνει από το τοπικό παζάρι. Το όνειρό του είναι να φύγει για την άλλη του πατρίδα, την Ελλάδα, εκεί όπου όλα θα είναι πολύ καλύτερα για να μπορέσει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του. Μια ευκαιρία μόνο ψάχνει, μια ευκαιρία που θα του δώσει το εισιτήριο για το μεγάλο ταξίδι.
Και η ευκαιρία δίνεται. Ο Αλλάχ εισάκουσε τις προσευχές του. Και έστειλε έναν “άγγελο” , τον Γιουσουφ, ο οποίος του δίνει το εισιτήριο για το όνειρο. Ένα όνειρο που θα πληρώσει αδρά ( 5000 δολάρια ), για όλους αυτούς τους “αγγέλους” – εμπόρους που ανήκουν στην καλά οργανωμένη μαφία των δουλεμπόρων και πλουτίζουν μέσα από τις “ασφαλείς” διαδρομές που χαράζουν στις πλάτες των αδύναμων ονειροπόλων. Ο Φαρουκ καταφέρνει να συγκεντρώσει ένα μέρος του ποσού και τα υπόλοιπα θα τα εξοφλήσει στον μεγάλο σταθμό, την έδρα του δουλεμπορικού κυκλώματος, στην Κωσαταντινούπολη, ειδάλλως θα αναγκαστεί να πουλήσει κάποιο από τα μικρότερα αδέρφια του.

Το “ταξίδι του ονείρου” ξεκινάει. Ένα ταξίδι που γίνεται εφιάλτης, μέσα από δύσκολες μεταφορές σε καμιόνια, τζιπ και παλιά οχήματα, μέσα από πολύωρες πεζοπορίες χωρίς φαγητό και νερό, με κάποιες διαμονές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Το ταξίδι είναι πολύ μεγάλο, αλλά ο Φαρουκ δεν βαρυγκωμά, αφού η επιθυμία του να φτάσει στον επίγειο παράδεισο της άλλης του πατρίδας τον κρατά ζωντανό. Και επιτέλους, μετά από έξι μήνες, ένα σαπιοκάραβο που γίνεται το τελευταίο του μεταφορικό μέσο τον “ξεφορτώνει” στην “Ιθάκη” των ονείρων του. Ένα όνειρο που θα γίνει πραγματικότητα.

Αλλά αυτή την πραγματικότητα δεν την γνωρίζει! Μήπως κατά λάθος βρέθηκε σε άλλη χώρα; Γιατί εδώ, αντί για ζεστές αγκαλιές, βρήκε κρύα χέρια που στρέφονται επιθετικά εναντίον του. Γιατί εδώ, αντί για ένα ζεστό σπίτι, βρήκε ένα κρύο υπόγειο με σαπισμένα πατώματα και μουχλιασμένους τοίχους, στο οποίο στριμώχνεται με άλλους 10 ΄΄συνεπιβάτες του ονείρου΄΄. Γιατί εδώ, αντί να ανταλλάξει βλέμματα ζεστά, βρήκε βλέμματα ψυχρά και εχθρικά. Γιατί εδώ, τα τοπικά παζάρια δεν μυρίζουν μπαχαρι, αφού οι άνθρωποι συνωστίζονται σε αυτά για να διαδηλώσουν με μεγάλα πανό την φυγή των ξένων από τη χώρα. Γιατί εδώ, τα δικά του αδέρφια έχουν πάνω τους ένα όπλο, το οποίο μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να χρησιμοποιούν ελευθέρα για οποιοδήποτε ενοχλητικό στοιχείο. “Όχι, κάποιο λάθος έγινε!” σκέφτηκε ο Φαρουκ. “Γιαγιά, τι συμβαίνει; Τόσο λάθος έκανες και εσύ η μήπως με κορόιδεψες. Δεν υπάρχουν ήρωες εδώ γιαγιά!!”.

Και ( ΔΕΝ ) έζησαν αυτοί καλά και εμείς;;;;;;;

A bientot
Μάγδα

Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι προϊόν μυθοπλασίας και αφιερώνονται σε όλους αυτούς που δεν παύουν να αναζητούν το δικό τους Όνειρο…
* Σικαντερ Αζαμ: Ο Μέγας Αλέξανδρος.