Το μοντέλο της υπερκατανάλωσης και της χαμηλής παραγωγής που βούλιαξε τη χώρα. Γιατί χωρίς γνώση, η ανάπτυξη δεν έρχεται ποτέ.
Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος στο euro2day.gr
Δύο λαμπροί οικονομολόγοι, ο Χρήστος και ο Δημήτρης Ιωάννου, στο τελευταίο βιβλίο τους με τίτλο «Το Επιπλέον Ναυάγιο», το οποίο χαρακτηρίζουν «ερμηνευτικό εγκόλπιο για την κρίση», προσφέρουν στον αναγνώστη τους πολύτιμη τροφή για σκέψη.
Κατά κύριο δε λόγο, φέρνουν στο προσκήνιο του προβληματισμού τον νηπιακό τρόπο σκέψης που κυριαρχεί σε ένα έθνος με πάνω από 2.500 χρόνια Ιστορίας πίσω του. Με την παρατήρησή τους αυτή, όμως, οι δύο οικονομολόγοι αναδεικνύουν στο ερμηνευτικό τους εγκόλπιο και ένα άλλο σοβαρότατο θέμα της εποχής μας, το οποίο δεν αφορά μόνον την Ελλάδα. Πρόκειται για τη σχέση που υπάρχει μεταξύ γνώσης και ανάπτυξης και, στην περίπτωση αυτή, του ρόλου της συλλογικής ευφυΐας ως απαραίτητου αναπτυξιακού υπόβαθρου.
Ιστορικά, η διαδικασία μέσω της οποίας τα άτομα βελτιώνουν τη ζωή τους και την ποιότητά της είναι η οικονομική ανάπτυξη, η οποία είναι πρωτίστως έργο ανθρώπων. Σήμερα δε, επισημαίνουν οι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου, η οικονομική επιστήμη έχει καταλήξει σχεδόν με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι χωρίς γνώση, η ανάπτυξη δεν έρχεται ποτέ. Διότι η πρόοδος της γνώσης είναι αυτή που ως διαδικασία υποβοηθά την ανάπτυξη.
Έτσι, η τελευταία δημιουργεί θεσμούς εντός των οποίων η γνώση παράγεται, διανέμεται ευρέως στα μέλη της κοινωνίας και αξιοποιείται από αυτά για τη βελτίωση της ποιότητας του βίου τους. Η γνώση είναι το μέτρο της δυνατότητας των κοινωνικών συνόλων αλλά και των μεμονωμένων ατόμων να λύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είτε στην καθημερινή τους διαβίωση, είτε στην παραγωγική τους προσπάθεια. Συνεπώς, η επιτυχία ενός έθνους κρίνεται από τον βαθμό στον οποίο έχει καταφέρει να δημιουργήσει τους θεσμούς που επιτρέπουν στους πολίτες του, χρησιμοποιώντας τη γνώση, να βελτιώνουν τη ζωή τους μέσω της ανάπτυξης.
Εάν θέλαμε να το δούμε αυτό από μία άλλη οπτική γωνία, θα μπορούσαμε να λέγαμε ότι η ανάπτυξη και η ευημερία ενός έθνους, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, είναι υπόθεση συλλογικής ευφυΐας. Όσο μεγαλύτερη είναι η συλλογική ευφυΐα, τόσο πιο αναπτυγμένο και το έθνος. Άποψη των συγγραφέων είναι πως το πρώτο χαρακτηριστικό της συλλογικής ευφυΐας έχει καθαρά ψυχολογικό περιεχόμενο: πρόκειται για τη δυνατότητα να παρατηρεί κανείς την αντικειμενική πραγματικότητα με πνευματική διαύγεια και ψυχική ηρεμία, ώστε να αντιλαμβάνεται ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί. Να αντιλαμβάνεται, δηλαδή, το πρόβλημα όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι. Διότι, εάν το καταφέρει αυτό, τότε ίσως έχει κάνει το πιο αποφασιστικό βήμα για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Με αφετηρία αλλά και υπόβαθρο αυτή τη λογική, τα κείμενα του βιβλίου των αδελφών Ιωάννου -γραμμένα από το 2008 έως το 2017- υποτείνονται από την πεποίθηση ότι η τρέχουσα κοινωνική και οικονομική κρίση της Ελλάδας έχει τις γενεσιουργές της αιτίες στη συλλογική αδυναμία των Ελλήνων να αντιληφθούν ικανοποιητικά την πραγματικότητα εντός της οποίας διαβιούν.
«Η εκτίμηση αυτή», υποστηρίζουν, «δεν έχει καθόλου υποκειμενικό χαρακτήρα αφού, για το αν κάποιος αντιλαμβάνεται ικανοποιητικά την περιβάλλουσα πραγματικότητα ή όχι, υπάρχει ένα κριτήριο εξαιρετικά ευκολόχρηστο και προφανές και είναι το εξής: Η πραγματικότητα ανταμείβει, συνήθως, με πρόοδο και ευημερία όποια συλλογικά ή ατομικά υποκείμενα δεν την αποστέργουν. Τιμωρεί, όμως, με κακουχίες και ταλαιπωρίες, ταπεινώνοντάς τους, όσους την περιφρονούν και επιχειρούν να ζήσουν μέσα σε φαντασιώσεις και ονειρώξεις. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, να αναγνωρίζεται ως κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κρίσης -τόσο ως προς την επώασή της και την εκδήλωσή της, όσο και ως προς την παρατεταμένη διάρκειά της- η συλλογική αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να αποδεχθεί κάποια αντικειμενικά δεδομένα και η βαθιά αποστροφή της τόσο για τη θεωρητική μελέτη όσο και για την πρακτική ενασχόληση με όσα φαινόμενα θεωρούνται δυσάρεστα».
Δεν προκαλεί έτσι καμία απολύτως έκπληξη ότι οι συγγραφείς παρομοιάζουν τη χώρα με «επιπλέον ναυάγιο» -κατάσταση που, κατά την εκτίμησή τους, είναι το προϊόν μίας μακροχρόνιας ανισορροπίας μεταξύ πενιχρής παραγωγής και χαμηλής παραγωγικότητας και υπερκατανάλωσης, η οποία τροφοδοτούνταν κατά κύριο λόγο από τον εξωτερικό δανεισμό.
Κατά τους Δημήτρη και Χρήστο Ιωάννου, μία σύγκριση με παρεμφερείς σε πληθυσμό χώρες της ευρωζώνης μπορεί να δείξει τις ιλιγγιώδεις και μη διατηρήσιμες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας.
«Για παράδειγμα, το 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, έχοντας προσεγγίσει ένα (φαινομενικό, όπως αποδεικνύεται σήμερα) επίπεδο ΑΕΠ των 233 δισ. ευρώ, η Ελλάδα είχε μία τελική κατανάλωση των νοικοκυριών που αντιστοιχούσε σε 169 δισ. Την ίδια στιγμή, η Αυστρία, με ΑΕΠ 282 δισ., είχε τελική κατανάλωση νοικοκυριών ίση με 145 δισ. Το Βέλγιο, με 346 δισεκατομμύρια ΑΕΠ, είχε τελική κατανάλωση 176 δισ. ευρώ, ενώ η Πορτογαλία, με 169 δισ. ΑΕΠ, είχε τελική κατανάλωση 106 δισ. ευρώ. Και η Ολλανδία, με ΑΕΠ 573 δισ., είχε τελική κατανάλωση 258 δισεκατομμύρια.
«Δηλαδή, εάν έκρινε κανείς από την κατανάλωση, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το 2008 μία χώρα με ΑΕΠ περίπου 320 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν δε, αντί αυτού, έβλεπε τον πίνακα της World Bank που μετρά την κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη σε Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Parity) ανά χώρα, θα θεωρούσε επίσης την ελληνική -με κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ισοδύναμη με 17.900 δολάρια- σαν μία από τις πλουσιότερες οικονομίες της ηπείρου, αφού μόνον τρεις ή τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτόν.
«Πώς όμως χρηματοδοτούνταν αυτό το επίπεδο κατανάλωσης; Από ένα αντίστοιχα υψηλό επίπεδο δευτερογενούς παραγωγής ίσως; Μάλλον όχι, διότι τη στιγμή που ο μεταποιητικός τομέας στην Αυστρία παρήγαγε προϊόν 27,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, του Βελγίου 30 δισεκατομμυρίων και της φτωχής Πορτογαλίας 12 δισεκατομμυρίων (της Ολλανδίας 42), η ελληνική μεταποίηση παρήγαγε προϊόν αξίας μόνον 8,65 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μήπως, τότε, η υψηλότατη κατανάλωση της ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτούνταν από την αυξημένη εξαγωγή προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, αλλά και του τομέα των υπηρεσιών; Δυστυχώς, ούτε και αυτό συνέβαινε. Έναντι ενός ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών ύψους 16 δισεκατομμυρίων για την Αυστρία, 2 δισεκατομμυρίων για το Βέλγιο και 16 δισεκατομμυρίων για την Πορτογαλία (49 για την Ολλανδία), η Ελλάδα παρουσίαζε έλλειμμα ύψους 33 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το οποίο, φυσικά, τροφοδοτούνταν αποκλειστικά σχεδόν από τον κρατικό δανεισμό και τη γιγάντωση του κρατικού χρέους.
«Όπως ήταν απολύτως φυσικό κατόπιν αυτού, η Ελλάδα το 2010 βρέθηκε μπροστά σε μία κλασική περίπτωση χρεοκοπίας. Γεγονός το οποίο έχει ορισμένες αναπόδραστες συνέπειες, τις οποίες όμως οι οπαδοί της λαϊκότροπης οικονομολογίας αρνούνται να δουν και να παραδεχθούν». Να υβρίζουν και να ξορκίζουν, όμως, ξέρουν -καθ’ όσον αυτά είναι και τα όρια του γνωστικού τους επιπέδου.