Γράφουν οι Διαχειριστές Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων
Κουτσογιάννης Αναστάσιος και Χασκής Παναγιώτης
Οι τέσσερεις συμβάσεις για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Ιόνιο καθώς και η διατελούμενη έρευνα σε Δυτική Ελλάδα και Ήπειρο έχει ξεσηκώσει τις τοπικές κοινωνίες στη βάση, αλλά και σε θεσμικό επίπεδο. Η συζήτηση που ανοίγει ξεκινά από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, την αλλοίωση της φύσης των περιοχών και τα πιθανά οικονομικά οφέλη.
Όλα μαζί τοποθετούνται σε ένα ισοζύγιο, που αν το δει κανείς από μακριά, είναι τοποθετημένα σε ένα πλαίσιο άδικου παραγωγικού μοντέλου, μακριά από δημοκρατικές διαδικασίες και σε ένα επιβαρυμένο παγκόσμιο οικοσύστημα. Στην παγκόσμια οικονομική κρίση που ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί, οι απαντήσεις τείνουν να δίνονται με τον ίδιο γνωστό τρόπο, τα αποτελέσματα όμως είναι τα ίδια.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και οι υδρογονάνθρακες σε Ιόνιο, Δυτική Ελλάδα και Ήπειρο. Η οργάνωση της παραγωγής, ο έλεγχος, η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, η δικαιοσύνη είναι αυτά που μπορούν να εγγυηθούν την διασφάλιση της βιωσιμότητας και την προστασία του περιβάλλοντος. Η κλιματική αλλαγή και κατ’ επέκταση η υπονόμευση του περιβάλλοντος είναι αυτά που θα εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες και θα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ υψηλών και μεσαίων στρωμάτων εξαλείφοντας ακόμα περισσότερο την μεσαία τάξη. Οι οικονομικά ασθενέστεροι πλήττονται περισσότερο από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, όπως για παράδειγμα φυσικές καταστροφές πχ. σεισμός της Αθήνας 1999, πλημμύρες Μάνδρα Αττικής, πλημμύρες Θεσσαλονίκης, όπου οι “φτωχές περιοχές” είχανε δυσανάλογα περισσότερες απώλειες.
Ο τόπος μας τον τελευταίο καιρό είναι κέντρο μιας προσπάθειας ανάπτυξης “με τον παλιό τρόπο”, όπου η επένδυση για εξόρυξη υδρογονανθράκων, έρχεται να διεκδικήσει χώρο σε ένα κράτος που δεν λειτουργεί και έχει κριθεί εξ ‘αποτελέσματος, αποτυχημένο σε θέματα προστασίας περιβάλλοντος. Οι πρωτοβουλίες για “μεταρρυθμίσεις”, όπως και αν ονομάστηκαν από τις πολιτικές ηγεσίες και τις κυβερνήσεις -των καιρών που λέμε του “μνημονίου” (2010-2018 και συνεχίζουμε)- δε διαφέρουν σε τίποτα από τα προηγούμενα. Η απαίτηση για προστασία του περιβάλλοντος, ως όχι απλό ιδεολόγημα, αλλά ως πρακτικό ζήτημα, που αφορά και επιδρά στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την κατάσταση του ατόμου, δε μπορεί να πηγαίνει κάτω από τα μνημόνια.
Αυτό επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς πως παρά τις ανακοινώσεις υπουργών και πρωθυπουργών από το 1970 (πηγές υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας), δεν έχει προκύψει ποτέ ότι υπάρχει απόθεμα υδρογονανθράκων ικανό να σηκώσει το βάρος τέτοιων επενδύσεων, για το οικολογικό κόστος που θα φέρει. Ακόμα υψηλότερο ρίσκο, αν αναλογιστεί κανείς και τις ενδεχόμενες απώλειες άλλων βιομηχανιών που αναπτύσσονται στις περιοχές, όπως για παράδειγμα η γεωργία και ο τουρισμός.
Εκτός από το παραγωγικό σκέλος, είναι εξίσου ανησυχητικό και το ενεργειακό σκέλος, αφού η Ελλάδα κάνει στροφή σε μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για να λύσει το ενεργειακό της ζήτημα, με την ίδια ανάλυση το συγκεκριμένο ζήτημα είναι αποτέλεσμα λάθος πολιτικών που δεν είχαν τα απαραίτητα δημοκρατικά στοιχεία (διαβούλευση, κοινωνική δικαιοσύνη, νομοθεσία), για να μην καταλήξει η χώρα να βρεθεί σε μειονεκτική θέση. Έτσι και τώρα άλλη μια φορά η απόφαση φαίνεται να μην αλλάζει ρότα, αλλά να ακολουθεί μια πιο σύγχρονη, αλλά πεπατημένη οδό.
Πώς όλα αυτά μεταφράζονται σε ένα νομοσχέδιο για την Παιδεία;
Δυστυχώς σε μια κυβέρνηση που προέρχεται από την αριστερά περιμέναμε ότι θα εφαρμόσει τα θετικά του “κεντρικού σχεδιασμού”. Η κυβέρνηση εκτός του ότι δε δίνει πειστική απάντηση για το παραγωγικό, οικολογικό και ενεργειακό μοντέλο που θα εφαρμόσει, δεν συσχετίζει τις αναγκαιότητες και τα προτερήματα των τοπικών κοινωνικών με την εφαρμογή δημιουργικής πολιτικής για όλους.
Από το 1999 λειτουργεί στο Αγρίνιο το μοναδικό πανεπιστημιακό- πολυτεχνικό τμήμα Περιβάλλοντος σε Δυτική Ελλάδα και Ήπειρο. Το τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων τον καιρό της κρίσης υποφέρει από τις πολιτικές της παιδείας περί διευρυμένου γνωστικού αντικειμένου και οι απόφοιτοί του από έλλειψη επαγγελματικών δικαιωμάτων. Με το σχέδιο Αθηνά τοποθετήθηκε στο Πολυτεχνείο Πάτρας διοικητικά, ως αποτέλεσμα της συνάφειας των σπουδών του με την Μηχανική του Περιβάλλοντος. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο και άρα δεν απέκτησε επαγγελματικά δικαιώματα. Το τμήμα έχει αξιοσημείωτη, βάση δεικτών (πρώτο επί πανεπιστημίου Ιωαννίνων και δεύτερο επί πανεπιστημίου Πατρών), επίδοση στην έρευνα, αλλά και μια ιστορία που εμπεριέχει την απόφαση συγκλήτου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (στο οποίο υπαγόταν διοικητικά έως το 2009) για την μετονομασία του τμήματος σε ξεκάθαρα “Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος”, ένα από τα προαπαιτούμενα του Τεχνικού Επιμελητηρίου για να αναγνωρίσει την ένταξή του σε αυτό και αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα. Το θέμα και η συντεχνιακή συμπεριφορά του θέματος από την Πολυτεχνική Σχολή της Πάτρας, η οποία προσπαθεί με μετακινήσεις καθηγητών να υποβιβάσει το τμήμα, είχε φτάσει μέχρι την υφυπουργό παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου η οποία δεσμεύτηκε να δώσει άμεσα πολιτική λύση, δηλαδή μετονομασία του τμήματος. Φαίνεται ότι τα νέα πρόσωπα του υπουργείου είχαν διαφορετική άποψη.
Στα νομοσχέδια για την παιδεία αυτή τη περίοδο παρατηρεί κανείς την δημιουργία νέων τμημάτων μηχανικών στην φρέσκια Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Παρόλα αυτά σε μια περιφέρεια που ετοιμάζονται να γίνουν επενδύσεις στον τομέα του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, δεν επενδύεται τίποτα στην περιβαλλοντική εκπαίδευση και έρευνα.
Εκτός από ηθικά ζητήματα (και πρακτικά) που αφορούν τους φοιτητές και απόφοιτους αυτού του τμήματος, την τοπική κοινωνία της Αιτωλοακαρνανίας, που έχει μια πηγή γνώσης, η οποία συνεχώς υποβαθμίζεται προκύπτει πλέον και ένα ακόμα ζήτημα. Τα τμήματα που εξ ιδρύσεώς τους άνηκαν στο Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, σήμερα προορίζονται να ενταχθούν σε Γεωπονική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Πατρών (ενώ σε κοντινή απόσταση ιδρύεται και στην Άρτα Γεωπονική σχολή), χωρίς καμία γνωστική συνάφεια με το αντικείμενο της σχολής. Το τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος όμως, θα μπορούσε να ανήκει στη φρέσκια Πολυτεχνική Σχολή των Ιωαννίνων, και να διατηρεί υψηλή βάση εισαγωγής, σε σχέση με το πλήθος εισακτέων αλλά και σε απόλυτο αριθμό, από τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές σχολές της Ελλάδας, δεν προσμετράται σε κανένα σχεδιασμό που αφορά τον περιβαλλοντικό έλεγχο και σχεδιασμό των έργων και των ερευνών. Με αυτό το τρόπο η προστιθέμενη αξία στην αγορά που δημιουργήθηκε από την επένδυση του ελληνικού κράτους στην δημιουργία αυτής της σχολής, πάει χαμένη. Θέσεις εργασίας μετατίθενται σε ερευνητικές ομάδες από το εξωτερικό, και ένας επίσημος ανεξάρτητος φορέας, όπως είναι το πανεπιστήμιο, περιορίζεται από τα τεκτενόμενα της περιοχής.
Αν αυτό δεν είναι υποβάθμιση της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπείρου, της Δυτικής Ελλάδας γενικότερα, αλλά και συνολικά της παιδείας, τότε τι είναι?