Του Δημήτρη Παπαδάκη
Η εκτίμηση της Washington Post πως «η Ελλάδα έχει ακόμη τέσσερις δεκαετίες λιτότητας» φυσικά δεν ξάφνιασε κανένα. Τουλάχιστον όσοι γνωρίζουν τι σημαίνει η δέσμευση της χώρας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα σε επίπεδο τουλάχιστον 2,2% του ΑΕΠ της έως το 2060, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί από καμία χώρα ποτέ στη σύγχρονη οικονομική ιστορία, δεν ξαφνιάστηκαν.
«Το χειρότερο όλων είναι όμως άλλο: Η Ευρώπη μπορεί πλέον να πανηγυρίζει πως η Ελλάδα συνιστά και αυτή ένα success story, αλλά στην πραγματικότητα, η χώρα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές αποτυχίες της ιστορίας», παρατηρεί το δημοσίευμα της Washington Post, το οποίο τονίζει ότι υπάρχουν μόλις τέσσερις χώρες που έχουν βιώσει μεγαλύτερη ύφεση από την ελληνική, τα τελευταία 10 χρόνια: Η Λιβύη, η Υεμένη, η Βενεζουέλα και η Ισημερινή Γουινέα. Μάλιστα, οι δύο πρώτες ήρθαν αντιμέτωπες με τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου και του αλληλοσπαραγμού, ενώ οι άλλες δύο, πετρελαιοπαραγωγές δικτατορίες με ανίκανες και διεφθαρμένες ηγεσίες, έχουν συμβάλει στην επιδείνωση της πετρελαϊκής κρίσης. Παρά τις εσωτερικές πολιτικές αναταραχές, οι οποίες πήραν τη μορφή ένοπλης σύρραξης με τη συμμετοχή της Ρωσίας το 2014, ακόμη και η Ουκρανία, η οικονομία της οποίας είχε δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα το 2009, είχε μικρότερη ύφεση από την Ελλάδα. Πάντως τα… καταφέραμε να έχουμε μικρότερη ύφεση από την Ισημερινή Γουινέα…
Κι όμως αυτό, το γεγονός δηλαδή ότι εμπίπτουμε στις συγκρίσεις με χώρες τριτοκοσμικές ή που βρίσκονταν σε πόλεμο, δεν είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα των μνημονιακών κυβερνήσεων από το 2010 έως σήμερα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά τους είναι ότι υπέστημεν μια ύφεση που παρομοιάζεται με πόλεμο και βγαίνουμε από την ύφεση αυτή χωρίς ανταγωνιστικότερη οικονομία, χωρίς αναδιαρθωμένο παραγωγικό τομέα, χωρίς αποτελεσματικότερο κράτος, χωρίς λιγότερη διαφθορά, χωρίς λιγότερη παραοικονομία, χωρίς βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς τράπεζες ικανές να τροφοδοτήσουν την οικονομία και με “προίκα” τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για 40 χρόνια…