Του Δημήτρη Παπαδάκη
Είναι νόμος της αγοράς, όταν πουλάς να παινεύεις το προϊόν. Έτσι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας σε επενδυτές στις ΗΠΑ προσπάθησε να τους πείσει ότι η κυβέρνησή του στηρίζει τις επενδύσεις και πως η Ελλάδα υπερέβη, ξεπέρασε το λαϊκισμό. Πράγματι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στα πρώτα της βήματα μοιάζει αρκετά φιλοεπενδυτική, όμως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί στον επενδυτή, πως όταν ξεκινήσουν τα έργα στο Ελληνικό δεν θα πάνε κάποιοι να εμποδίσουν τις μπουλντόζες ή όταν θα ιδιωτικοποιηθεί ένα λιμάνι δεν θα κατέβει το ΠΑΜΕ να το αποκλείσει. Ο λαϊκισμός θέλει πολύ δουλειά και χρόνο για να ξεπεραστεί, πόσο μάλλον ότι μιλάμε για μια κοινωνία σαν την ελληνική. Ας ρίξουμε μια ματιά σε όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή στο Ηνωμένο Βασίλειο με το Brexit… για να καταλάβουμε πόσο δύσκολο είναι να ξεπεραστεί ο λαϊκισμός.
Η συγκυρία βέβαια επί του παρόντος είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα παράδοξη μέσα στα «περίεργα» του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Αυτή την εποχή η Ελλάδα στο 10ετές ομόλογο δανείζεται με επιτόκιο αντίστοιχο των ΗΠΑ…! Όμως οι ΗΠΑ είναι στην πρώτη επενδυτική βαθμίδα, ενώ η Ελλάδα από τους διεθνής οίκους αξιολόγησης παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας… Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω. Για να γίνει η χώρα πραγματικά φιλική στις επενδύσεις, χρειάζονται βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις που ακόμη δεν έχουν γίνει.
Στα πρώτα της βήματα σε σχέση με τις επενδύσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δείξει κάποια καλά στοιχεία, αλλά ακόμη πολλά πράγματα δεν έχουν γίνει πράξη στη Δημόσια Διοίκηση. Ενδεικτικό παράδειγμα, η συνέντευξη του Υπ. Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη στο HuffPost, όπου διηγείται την παρέμβαση που έκανε για κάποια επένδυση, προκειμένου ο δύτης της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων να κάνει μία αυτοψία… Αυτό πέρα από το παρεξηγήσιμο του πράγματος, δεν μπορεί να «περπατήσει»! Γιατί, δεν είναι δυνατόν ο Υπουργός να παίρνει τηλέφωνο τον υπάλληλο για κάθε επένδυση.
Ένας σοβαρός επενδυτής και δη ξένος επενδυτής δεν θα κοιτάξει ποιος είναι Υπουργός Ανάπτυξης σε μία χώρα για να πάει να επενδύσει. Δεν θα συγκρίνει την Ελλάδα του Τσίπρα με την Ελλάδα του Μητσοτάκη, θα συγκρίνει την Ελλάδα με το διεθνή της ανταγωνισμό. Ένας σοβαρός επενδυτής θα κοιτάξει, για παράδειγμα, τον δείκτη οικονομικής ελευθερίας, όπου η Ελλάδα είναι ουραγός στις ευρωπαϊκές χώρες, κάτω από την 110η θέση στον κόσμο και συγκρίνεται ουσιαστικά με τις χώρες του τρίτου κόσμου. Και ο επενδυτής είναι πολύ πιθανό να προτιμήσει τη Ρουμανία που είναι 20η ή την η Αλβανία που είναι 34η στην οικονομική ελευθερία. Μόνο όταν η Ελλάδα ξεκολλήσει από τον πάτο αυτών των δεικτών θα έχει γίνει φιλικότερη στις επενδύσεις.
Έχει τα κότσια η Κυβέρνηση να κάνει ριζική μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη για παράδειγμα ή μόνο θα ρίχνει στο φιλότιμο τους υπηρεσιακούς παράγοντες με υπουργικά τηλεφωνήματα; Γιατί, το να χρειάζονται δέκα ή δεκαπέντε χρόνια για να τελεσιδικήσει μία υπόθεση, δεν πρέπει να αλλάξει επειδή έχουμε ανάγκη από επενδύσεις, πρέπει να αλλάξει, επειδή η τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης ουσιαστικά καταργεί το κράτος δικαίου. Πως θα έρθει ο ξένος να επενδύσεις εδώ, σε μια χώρα με προβληματικό κράτος δικαίου. Έχει την αταλάντευτη πολιτική βούληση η κυβέρνηση να προχωρήσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, που θα ξεβολέψει πολλούς μέσα στην Δημόσια Διοίκηση και θα προσφέρει μικρότερο διαχειριστικό κόστος, ταχύτητα και διαφάνεια που την έχει ανάγκη και ο επενδυτής, αλλά και ο πολίτης;
Τα συρτάρια των υπουργείων είναι γεμάτα από ακυρωμένες επενδύσεις δισεκατομμυρίων, επενδύσεις που δεν ακυρώθηκαν μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και από την προ μνημονίων εποχή. Μόνο όταν αυτά τα συρτάρια αδειάσουν θα μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι.