Του Δημήτρη Παπαδάκη
Αν πέσατε από τα σύννεφα στο άκουσμα των αποτελεσμάτων της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που έδειξαν ότι σχεδόν ο ένας στους τρεις Έλληνες μαθητές δεν διαθέτει βασικές δεξιότητες, τότε καλώς ήλθατε στην Ελλάδα! Επίσης αναμενόμενο ήταν τα ευρήματα της έκθεσης αυτής να δείχνουν σε σχέση με το παρελθόν πως οι επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος πηγαίνουν από το… κακό στο χειρότερο. Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μιλάει για δεκαπεντάχρονους μαθητές που δεν διαθέτουν βασικές δεξιότητες στην ανάγνωση, στη γραφή και στα μαθηματικά ή επαρκείς γνώσεις στις θετικές επιστήμες. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι στο 32% κατά μέσον όρο, ενώ σε όλη την Ευρώπη το ποσοστό κυμαίνεται περίπου στο 20%.
Αξιολόγηση μόνο στις… απουσίες
Τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα (υποχρηματοδότηση, έλλειψη προσωπικού, αξιολόγηση εκπαιδευτικών κτλ) είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Η κορωνίδα των προβλημάτων όμως είναι ένα. Όχι και τόσο χιλιοειπωμένο. Τις τελευταίες δεκαετίες ο δάσκαλος και ο καθηγητής δεν είναι πια αξιολογητής. Κανείς δεν μένει στην ίδια τάξη, όσο σκράπας κι αν είναι! Φτάνει να μην ξεπεράσει το όριο των απουσιών και η προαγωγή για την επόμενη τάξη, θα έρθει στο σπίτι ή στην καφετέρια… Εδώ και αρκετά χρόνια μαθητές του δημοτικού προβιβάζονται στο γυμνάσιο χωρίς να ξέρουν καλά – καλά ανάγνωση και κομπιάζουν. Σήμερα θα συναντήσει κανείς στα γυμνάσια της χώρας μαθητές που τα μόνα κείμενα που μπορούν να κατανοήσουν πλήρως είναι τα ρεπορτάζ των αθλητικών εφημερίδων… Σήμερα έχουμε ένα σχολείο που με την ήσσονα προσπάθεια και ας είσαι κούτσουρο θα πάρεις απολυτήριο λυκείου. Το οποίο βεβαίως δεν έχει καμία αξία, αν σε ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από την υπηρεσία καθαριότητας του δήμου και τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας του ΟΑΕΔ.
Ζήτημα συνολικής θεώρησης
Και όταν οι βάσεις ενός συστήματος είναι τέτοιες, είναι λογικό η επόμενη βαθμίδα η τριτοβάθμια εκπαίδευση να έχει τα ίδια και χειρότερα χάλια. Το πρόβλημα όμως, όπως και πολλά άλλα προβλήματα στην Ελλάδα, είναι πρόβλημα συνολικής θεώρησης των πραγμάτων. Σε προηγούμενα σημειώματα σε σχέση με την οικονομία και τις επενδύσεις λέγαμε μεταξύ άλλων για τη Σιγκαπούρη, που είναι πρωταθλήτρια στο δείκτη οικονομικής ελευθερίας και έχει μέσο ετήσιο μισθό 60.000 δολάρια. Η Σιγκαπούρη λοιπόν σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ διαθέτει το τέταρτο καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο. Είναι άραγε τυχαίο; Είναι τυχαίο που η Ελλάδα είναι ουραγός και στους οικονομικούς δείκτες και στο εκπαιδευτικό της σύστημα. Στα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα ο στόχος του σχολείου είναι να παρέχει στους μαθητές γνώσεις και δεξιότητες, για να δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ευτυχισμένα, ικανά και υπεύθυνα άτομα για την κοινωνία, αντιθέτως τα ελληνικά σχολεία έχουν ως στόχο την δημιουργία ως επί το πλείστον εργαζόμενων. Και ούτε αυτό κατορθώνουν.
Η Παιδεία, όπως και η Οικονομία, παραμένει εγκλωβισμένη σε αγκυλώσεις, ιδεοληψίες και συντεχνιακά συμφέροντα. Όλα αυτά απότοκος της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος να τα αντιμετωπίσει, αλλά και μεγάλου μέρους της ίδια της κοινωνίας που παραμένει παθητική στις εξελίξεις. Στις χώρες που πρωτεύουν είναι σχεδόν αδύνατον να περάσει την πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας εκπαιδευτικός που δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, που έχει ψυχολογικά προβλήματα, ή που δεν έχει τον τρόπο να κάνει παραγωγικό μάθημα. Μπορούμε να πούμε το ίδιο στην Ελλάδα; Αντιθέτως στην Ελλάδα αντίς για αυτή τη συζήτηση, κάποιοι μιλούν για το «δημοκρατικό» σχολείο και τα «δημοκρατικά» μεταπτυχιακά, για το πώς θα μείνουμε η μόνη χώρα στον κόσμο που απαγορεύει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και πως τα δημόσια πανεπιστήμια θα συνεχίσουν αν είναι επαίτες απέναντι σε ένα χρεοκοπημένο κράτος, γιατί δεν πρέπει επ’ ουδενί να κάνουν συμπράξεις με τους «κακούς» ιδιώτες και τα «κακά» επιχειρηματικά συμφέροντα.