Του Δημήτρη Παπαδάκη
Σίγουρα δεν ξαφνιάζει κανένα το γεγονός ότι η Ελλάδα για άλλη μια φορά κατατάσσεται στους ουραγούς ενός οικονομικού δείκτη. Όμως είναι άλλο να λες ότι «είμαι στις τελευταίες θέσεις» και άλλο να λες «με ξεπέρασαν η Γουατεμάλα και η Ζιμπάμπουε». Ο λόγος για τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, που τοποθετούν την Ελλάδα ουραγό στις επενδύσεις παγκοσμίως.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος των επενδύσεων ήταν 20,4% του ΑΕΠ. Όμως στην Ελλάδα, το 2018 οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν αντιπροσώπευαν μόλις το 11,1% του ΑΕΠ, έναντι 12,9% του ΑΕΠ το 2017 και 12,1% το 2016. Στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα μπόρεσε να ξεπεράσει μόνο χώρες όπως η Γουινέα Μπισάου (10,8% του ΑΕΠ), το Πόρτο Ρίκο (8,8%) και η Σομαλία (6,5%). Στον αντίποδα χώρες, όπως η Τουρκία είχαν το 2018 επενδύσεις 29,6% του ΑΕΠ της, η Ιρλανδία 23,4%, η Ισπανία 21,2% και η Κύπρος 19,4%.
Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε και επίσημα η οικονομική κρίση και τα ήρθαν τα μνημόνια το ποσοστό των επενδύσεων ήταν 17,5%, ενώ προ κρίσης οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν για παράδειγμα το 26% του ΑΕΠ το 2007. Οι απώλειες στα χρόνια της κρίσης σε σχέση με ένα μέσο όρο της τάξης του 20% περίπου, έχουν δημιουργήσει το λεγόμενο επενδυτικό κενό, το οποίο, μάλιστα, ο ΣΕΒ είχε εκτιμήσει τον περασμένο Απρίλιο σε περίπου 100 δισ. ευρώ. Ενώ άλλες εκτιμήσεις, όπως αυτή της Alpha Bank ανάγουν το κενό αυτό σε 80 δισ. ευρώ. Είτε έτσι, όμως είτε αλλιώς μιλάμε για ένα κενό που ισοδυναμεί σχεδόν με τέσσερα ΕΣΠΑ ή με καμιά δεκαριά επενδύσεις τύπου «Ελληνικό». Τούτο σημαίνει ότι απαιτούνται πολύ υψηλότεροι επενδυτικοί ρυθμοί από τους σημερινούς.
Με τις εκτιμήσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2020-23 για ετήσια επενδυτική μεταβολή στο +5%, υπολογίζεται ότι το επενδυτικό κενό στη χώρα θα κλείσει σε 20 έτη! Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε τόσο. Η πολυτέλεια αυτή προφανώς δεν υπάρχει. Και όταν μιλάμε για προοπτική 20 ετών, τότε στην παράμετρο προβλήματα όπως το δημογραφικό, το brain drain, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Τότε καταλαβαίνει πόσο επείγει στην κυριολεξία η επιτάχυνση.
Εδώ πλέον θα μπορούσε να αρχίσει κανείς να σχολιάζει όλα τα επενδυτικά αντικίνητρα που υπάρχουν στην Ελλάδα. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια, την διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, την καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης και πολλά άλλα σίγουρα παίζουν σημαντικό ρόλο όλα αυτά. Όμως ενδεχομένως να μην αρκούν όσο η φορολογία στην Ελλάδα παραμένει τόσο βαριά, σχεδόν ληστρική. Πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ έδειξε ότι στη Ελλάδα η παραοικονομία βρίσκεται στα επίπεδα του 30% του ΑΕΠ. Το ειδικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι η παραοικονομία διευρύνεται σταθερά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τούτο δείχνει ότι η Ελλάδα, που είχε και προ μνημονίων υψηλότερη φορολογία σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χρειάζεται παράλληλα με την μείωση της φορολογίας και τη θεσμική της ανάταξη και την άρση των επενδυτικών αντικινήτρων.
Η κυβέρνηση με τις φοροελαφρύνσεις που προβλέπει ο προϋπολογισμός, που ψηφίστηκε για το 2020, θεωρεί ότι δίνονται κίνητρα για επενδύσεις. Όμως οι φοροελαφρύνσεις αυτές είναι σταγόνα στον ωκεανό. Ο λόγος που η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις στο επιχειρείν είναι ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανέρχεται σε 52% των κερδών. Όσο το κράτος είναι συνέταιρος των επιχειρήσεων, δεν μπορούμε να περιμένουμε μεγάλες αλλαγές.