Του Δημήτρη Παπαδάκη
Την πρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8% και μια πρώτη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης ανακοίνωσε επισήμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του νέου έτους. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός δεσμεύθηκε ότι το 2020 ξεκινά, επιτέλους, η σταδιακή μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, χωρίς πάντως να δώσει περισσότερα στοιχεία και το πόσο θα μειωθεί η εισφορά αλληλεγγύης. Μέχρι τώρα είναι εμφανές ότι στόχος της Κυβέρνησης είναι ανάλογα με την πορεία των εσόδων και της οικονομίας γενικότερα να μειώνονται σταδιακά διάφοροι φόροι με στόχο το 2023 να καταργηθούν ολοκληρωτικά ορισμένοι εξ’ αυτών.
Δεν αρνείται κανείς ότι καταγράφεται μια αναστροφή, από την επιβολή φόρων πάμε στις μειώσεις φόρων. Προφανώς αυτό είναι κάτι πολύ θετικό και φέρνει αισιοδοξία. Το ζήτημα όμως είναι ότι η κοινωνία είναι αρκετά «κουρασμένη» και οι σταδιακές μειώσεις φόρων μοιάζουν ίσως με το μαρτύριο της σταγόνας. Όμως θα πρέπει και ο πρωθυπουργός να αντιληφθεί ότι οι φόροι που φορτώθηκαν στις πλάτες πολιτών και επιχειρήσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια (και όχι μόνο επί διακυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ) ήταν κάτι παραπάνω από υπερβολικοί. Για παράδειγμα, η προηγούμενη κυβέρνηση θέσπισε την αφαίρεση της έκπτωσης φόρου από τις ιατρικές δαπάνες. Πράγμα που συνιστά μία μη «κανονικότητα», η οποία συνεχίζεται και η οποία μειώνει αντί να αυξάνει τα έσοδα του κράτους. Πηγαίνοντας σε έναν ιδιώτη ιατρό η επίσκεψη θα χρεωθεί 80 ευρώ με απόδειξη και 50 χωρίς απόδειξη. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει φοροαπαλλαγή είναι προς το συμφέρον και του πολίτη – ασθενή να μην ζητήσει απόδειξη και του ιδιώτη γιατρού να δουλέψει με «μαύρα». Συνεχίζεται λοιπόν ένα αναποτελεσματικό και παράλογο μέτρο αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι το δημόσιο σύστημα υγείας με τα προβλήματα που έχει εξωθεί τους πολίτες στον ιδιωτικό τομέα της υγείας.
Εδώ όμως ουσιαστικά έγκειται και η πηγή του προβλήματος, που λέγεται φορολογικό. Γιατί, το ζήτημα δεν είναι μονάχα οι ιατρικές δαπάνες, αλλά πολλές δεκάδες άλλες δαπάνες, αν όχι όλες. Πρέπει να υπάρξει το κίνητρο να ζητά κανείς αποδείξεις. Και αυτό θα συμβεί μόνο αν εκπίπτουν πολλά έξοδα από το φορολογητέο εισόδημα και ταυτόχρονα υπάρχει μικρή φορολογία. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα περιορίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η παραοικονομία, θα επιταχύνονταν η κυκλοφορία του χρήματος και το κράτος θα αύξανε κατακόρυφα τα έξοδά του. Στο φορολογικό νομοσχέδιο που η κυβέρνηση θα φέρει την ερχόμενη άνοιξη και θα συμπεριλάβει κάποιες από τις σταδιακές μειώσεις φόρων, ίσως θα έπρεπε να το τολμήσει ακόμη και τέτοιους είδους ριζικές ρυθμίσεις.
Ο Κ. Μητσοτάκης στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό επικαλούμενος το διανοητή Κλοντ Λεβί-Στρος παρατήρησε ότι οι μεγάλες αλλαγές πρέπει να είναι ακαριαίες αλλά όχι ακραίες να ανακοινώνονται με μέτρο να θεσμοθετούνται αμέσως, αλλά κυρίως να εφαρμόζονται. Καυτηρίασε μάλιστα τη δειλία έναντι των μεταρρυθμίσεων που έχει καταστεί εθισμός, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Κάνει λάθος όμως ο πρωθυπουργός! Οι φόροι επιβλήθηκαν σε μια νύχτα, φεύγουν όμως σταδιακά… Αντί να συζητάμε πόσο επί τις εκατό θα μειωθεί κάθε χρονιά ο τάδε και ο δείνα φόρος, πρέπει επιτέλους να δούμε μια συνολική αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος. Αυτή εκτός από μεγάλες μειώσεις και εξάλειψη πολλών επιμέρους φόρων, θα πρέπει να έχει κυρίως τη στόχευση να είναι ασύμφορο να φοροδιαφύγεις. Όσο η φοροδιαφυγή είναι συμφέρουσα θα είμαστε πέντε πάνω – πέντε κάτω στον ίδιο φαύλο κύκλο.