Του Δημήτρη Παπαδάκη
Η Ελλάδα θα έχει αλλάξει, όταν κάποια στιγμή θα συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις των κατατάξεων παγκόσμιο επίπεδο. Για την ώρα παραμένουμε κολλημένοι στον πάτο όλων των δεικτών. Στους οικονομικούς και αναπτυξιακούς δείκτες (δείκτης οικονομικής ελευθερίας, δείκτης επιχειρηματικότητας κτλ) μια οικονομία σαν την ελληνική που έχει μεγάλο κρατικό παρεμβατισμό και σοβιετικά κατάλοιπα είναι λογικό και αναμενόμενο η Ελλάδα να πατώνει. Επίσης είναι αναμενόμενο να είμαστε πολύ ψηλά στην κατάταξη των αρνητικών δεικτών (γραφειοκρατία, διαφθορά κτλ).
Όποια όμως σύμπτωση την ημέρα που εκλέξαμε Πρόεδρο Δημοκρατίας, να δημοσιεύεται από το EconomistIntelligenceUnit (EUI)η ετήσια έκθεση του «Δείκτης Δημοκρατίας». Και μαντέψτε… Βρισκόμαστε στις «ελαττωματικές δημοκρατίες»! Μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία. Και ίσως η μόνη μας παρηγοριά είναι ότι στην ίδια κατηγορία με τις «ελαττωματικές δημοκρατίες» κατατάσσονται η Μάλτα, το Βέλγιο, η Κύπρο και η Ιταλία (με υψηλότερες φυσικά επιδόσεις από εμάς).
Ο «Δείκτης Δημοκρατίας» παρέχει μια γενικότερη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι Δημοκρατίες σε πάνω από 165 ανεξάρτητα κράτη. Και καταρτίζεται από τις επιδόσεις σε πέντε επιμέρους τομείς: Την εκλογική διαδικασία, τη λειτουργία της κυβέρνησης, τη συμμετοχή στα κοινά, την πολιτική κουλτούρα και τις ατομικές ελευθερίες.Σύμφωνα με τους παραπάνω δείκτες, η χώρα μας υστερεί περισσότερο στο κομμάτι της λειτουργίας της γενικής κυβέρνησης,ενώ το σκορ της είναι ελαφρώς υψηλότερο στον τομέα της συμμετοχής στα κοινά και της πολιτικής κουλτούρας και πολύ υψηλότερο σε ό,τι αφορά στην εκλογική διαδικασία και τις ατομικές ελευθερίες.
Υστερούμε λοιπόν περισσότερο στο κομμάτι της λειτουργίας της γενικής κυβέρνησης, αλλά αιτία αυτού δεν είναι μόνο η ανικανότητα των εκάστοτε υπουργών και πρωθυπουργών. Είναι πρωτίστως άλλα πράγματα. Κυρίως θεσμικά. Πρώτα και κύρια το γεγονός ότι οι υπουργοί (οι περισσότεροι τουλάχιστον σε κάθε κυβερνητικό σχήμα) είναι ταυτόχρονα και βουλευτές. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει το ασυμβίβαστο υπουργού και βουλευτή, ο υπουργός και βουλευτής ταυτόχρονα, ως υπουργός θα σκεφτεί πρώτα και κύρια το πολιτικό κόστος των πράξεών του ως υπουργός. Το προσωπικό πολιτικό κόστος. Τους σταυρούς των επόμενων εκλογών. Αυτό σημαίνει ότι πολλά από τα κακώς κείμενα του υπουργείου του και των θεμάτων, που χειρίζεται, θα τα αφήσει ανέγγιχτα, ακριβώς για να μην επωμιστεί το πολιτικό κόστος. Από εκεί και πέρα ο υπουργός και βουλευτής, εκτός από ρουσφέτια στο χωριό του και την εκλογική του περιφέρεια, θα κάνει ρουσφέτια στους συναδέλφους του βουλευτές, προκειμένου να αυξήσει τους εσωκομματικούς του φίλους και να ανέβει στη κομματική ιεραρχία.
Επίσης ένα ακόμη θεσμικό πρόβλημα στη λειτουργία της κυβέρνησης είναι η πολυνομία που υπάρχει στην Ελλάδα, ένα πρόβλημα που ουσιαστικά ανατροφοδοτεί πολλές παθογένειες, με αποτέλεσμα για να επιλυθεί ένα θέμα να υπάρχουν πολλές συναρμοδιότητες και επικαλύψεις αρμοδιοτήτων. Και φυσικά ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, που δημιουργεί πρόβλημα και στη λειτουργία κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση έχει μάθει να λειτουργεί κάθετα και όχι οριζόντια. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ό,τι προτιμήθηκαν στη δημόσια διοίκηση οι σφραγιδοκράτορες και όχι η πληροφορική. Έτσι είναι δύσκολο να επικοινωνήσουν οι διευθύνσεις δύο υπουργείων μεταξύ τους. Έτσι η συναρμοδιότητα που αντικειμενικά μπορεί να υφίσταται σε κάποιο θέμα καταντά συνυπευθυνότητα στην ανικανότητα να επιλυθεί ένα θέμα. Και αυτή τη κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, δεν μπορούν να το επιλύσουν ούτε οι υπουργοί.