Βράζουμε στο ζουμί μας

Του Δημήτρη Παπαδάκη
Βραδύτερη κατά 0,1% σε σχέση με τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού ήταν τελικά η ανάπτυξη της Ελλάδας το 2019. Σύμφωνα με τις χθεσινές ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ το 2019 αυξήθηκε κατά 1,9% έναντι πρόβλεψης στον Προϋπολογισμό για άνοδο κατά 2%.Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ μεγάλη ήταν η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης το 4ο τρίμηνο στο 1%, από 2,3% το 3ο τρίμηνο και 2,8% το 2ο τρίμηνο του 2019. Αυτή συνδέθηκε κυρίως με ασθενική άνοδο των εξαγωγών. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε όρους όγκου κατά το 4ο τρίμηνο 2019, παρουσίασε μείωση κατά 0,7%, σε σχέση με το 3ο τρίμηνο 2019. Κυρία αιτία ήταν το γεγονός πως μείωση κατά 3,5% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2019 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 5,0%.

Υπενθυμίζεται ότι προ ημερών το Δημοσιονομικό Συμβούλιο προέβλεψε ανάπτυξη κατά 2,4% τον προηγούμενο χρόνο, ενώ η Κομισιόν στις χειμερινές της εκτιμήσεις βασίζεται σε ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ κατά 2,2%. Σε αυτό όμως το σημείωμα δεν θα τσακωθούμε για το εάν οι προβλέψει της ΕΛΣΤΑΤ είναι καλύτερες από την εκτιμήσεις της Κομισιόν. Σημασία έχει ότι μιλάμε για μια ανάπτυξη της τάξης του 2%. Σημασία έχει πως με ανάπτυξη αυτού του επιπέδου βράζουμε στο ζουμί μας… Μπορούμε απλώς να εξυπηρετούμε το χρέος της χώρας, να έχουμε μια καθαρή δημοσιονομική θέση κυρίως μέσα από τη βαριά φορολογία, από την οποία εξάλλου προκύπτουν και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Σημασία έχει λοιπόν ότι χώρα για να «ξεκολλήσει» χρειάζεται ανάπτυξη αν όχι διπλάσια τουλάχιστον αρκετά μεγαλύτερη από αυτή της τάξης του 2%.

Και δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευοίωνα για το άμεσο μέλλον, αν κρίνει κανείς από τις τρέχουσες εξελίξεις. Ο κορονοϊός είναι πια σαφές ότι θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία, ενώ στην Ελλάδα η εξάπλωση του ιού μόλις ξεκίνησε και κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει ποια θα είναι η εξέλιξή του και ποιες θα είναι οι οικονομικές επιπτώσεις. Πέραν τούτου, εσχάτως έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση στα εθνικά θέματα και τις σχέσεις με την Τουρκία, που σίγουρα θα έχει κάποια επίπτωση στα δημόσια οικονομικά. Η κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα με τις ορδές μεταναστών – «εισβολικό» όπλο του Ερντογάν είναι βέβαιο ότι θα έχει επιπτώσεις αρκετές, αν συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (δυστυχώς εκεί κατατείνουν τα πράγματα). Γιατί, η φύλαξη των συνόρων με πρόσθετες αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, φυσικά και καλώς γίνεται, αλλά θα είναι επίπονο οικονομικά να συνεχίσει σε τόσο έντονο βαθμό να γίνεται επί μακρόν.

Σε ένα από το σημειώματά μας τον περασμένο Νοέμβριο γράφαμε πως η Κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε πατήσει το «γκάζι» των μεταρρυθμίσεων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε σε ικανοποιητικό βαθμό. Πάρθηκαν βέβαια κάποιες καλές πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα προκειμένου η χώρα να γίνει περισσότερο φιλοεπενδυτική, αλλά οι εξαγγελίες που μέχρι τώρα βρίσκονται στα λόγια είναι περισσότερες… Μπουλντόζες, για παράδειγμα στο Ελληνικό, δεν είδαμε… Και ταυτόχρονα τα μεγάλα διαθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης παραμένουν εν πολλοίς ανέγγιχτα.

Η κυβέρνηση λοιπόν θα έπρεπε να είχε κάνει τη… φυγή προς το μπρος πολύ νωρίτερα, πριν εμφανιστούν αναπάντεχοι (κορονοϊός) ή αστάθμητοι παράγοντες (κρίση στο Έβρο) που θα καταναλώσουν αναγκαστικά μεγάλο μέρος της φαιάς ουσίας του κυβερνητικού έργου.