Του Δημήτρη Παπαδάκη
Λέμε στην Ελλάδα ότι δεν έχουμε μία σταθερή πολιτική. Ένα όμως από τα θέματα που η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει σταθερή πολιτική, ανεξαρτήτως κυβέρνησης είναι τα ελληνοτουρκικά. Πιστά και απαρέγκλιτα τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθούμε την πολιτική του κατευνασμού. Τα ελληνοτουρκικά όμως το τελευταίο διάστημα έχουν περάσει σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Μπορεί οι τούρκικες διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο να είναι γνωστές προ πολλού, όμως σε σχέση με παλαιότερες εποχές έχουν αλλάξει πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τα ελληνοτουρκικά. Πρώτα και κύρια έχει αλλάξει ο δυτικός κόσμος και στο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανακατατάξεων που συμβαίνουν ή βρίσκονται εν τη γενέσει τους, η Ελλάδα φαίνεται πως δεν μπορεί να έχει ούτε καν την αμυδρή υποστήριξη που είχε σε παλαιότερες εποχές από τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό παράγοντα.
Στην Ευρώπη είναι σαφές πώς χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες έχουν ξεκάθαρα ταχθεί στο πλευρό της Τουρκίας, αφού προηγουμένως έχουν υποκύψει στα οικονομικά, εμπορικά και τραπεζικά συμφέροντα και σχέσεις των χωρών τους με την Τουρκία. Όσον αφορά τις ΗΠΑ τα πράγματα είναι μάλλον ακόμη χειρότερα, καθώς η ηγέτιδα δύναμη βρίσκεται σε μεγάλη πολιτικήκάμψη. Μπορεί ο Τραμπ να ήταν ένας αλλοπρόσαλλος πρόεδρος, οι ΗΠΑ στη διάρκεια της προεδρίας του να «πούλησαν» με αισχρό τρόπο τους Κούρδους στη Συρία δείχνοντας σε όλο τον κόσμο πόσο αφερέγγυος σύμμαχος και συνομιλητής μπορεί να είναι οι ΗΠΑ, αλλά και οι δημοκρατικοί του Joe Biden δεν πάνε καθόλου πίσω, καθώς έχουν μείνει προσκολλημένοι στην αντί ρώσικη οπτική των πραγμάτων και υπό αυτό το πρίσμα η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει «Ιφιγένεια», προκειμένου να μην γίνει η Τουρκία ρωσικό πιόνι.
Οποιαδήποτε κι αν ήταν η κυβέρνηση της Ελλάδας, στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να αλλάξει πολιτική να εγκαταλείψει τον κατευνασμό που δεν έχει οδηγήσει πουθενά και να περάσει σε μία πιο εθνοκεντρική πολιτική. Εν τούτοις είναι μονόδρομος, προκειμένου η χώρα να μην γνωρίσει κάποια οδυνηρή ήττα, να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας ξεκαθαρίζοντας πρωτίστως το τι θέλουμε. Κάτι που μάλλον δεν το έχουμε πράξει ως τώρα. Ο νέος γύρος διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών πιθανότατα, όπως και οι προηγούμενοι 60, δεν θα καταλήξει πουθενά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κίνδυνοι για την Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως έχει πιεστεί αρκετά από το διεθνή παράγοντα, προκειμένου να προσέλθει στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών. Θα ήταν πολύ εύκολο να επικρίνει κάποιος την κυβέρνηση για το γεγονός ότι θα καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με τους Τούρκους, όμως ο χειρότερος κίνδυνος είναι άλλος. Είναι το να πέσουμε στην παγίδα του blame game. Το σε ποιον, δηλαδή, θα χρεωθεί από τη διεθνή κοινότητα η αποτυχία του διαλόγου. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί, γιατί η μεγάλη εικόνα είναι πώς από τις όποιες συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις γίνουν σε διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει το παραμικρό από όσα της δίνει το Διεθνές Δίκαιο.
Αν είμαστε όντως μία χώρα αγκυροβολημένη στο Διεθνές Δίκαιο, όπως λέει ο υπουργός εξωτερικών θα πρέπει να πάρουμε την απόφαση να εναρμονιστούμε με αυτό. Μιλώντας φυσικά για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν έχει χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων δεν μπορεί λοιπόν αν όντως είμαστε αγκυροβολημένη στο Διεθνές Δίκαιο να συνεχίζουμε να φοβόμαστε το παράνομο τουρκικό casus belli. Πρέπει επιτέλους να σκεφτούμε σοβαρά.Δεν λέμε, αν αυτό πρέπει να γίνει αύριο το πρωί ή τον επόμενο μήνα -μακάρι να είχε συμβεί χρόνια πριν- αλλά επιτέλους έρχεται ήρθε η ώρα που πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά και να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια σε όλο το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αδιαφορώντας για το casus belli.Δεν μπορεί ένα παράνομο casus belli να μας εμποδίσει να εφαρμόσουμε το Διεθνές Δίκαιο. Εξάλλου, αν η διεθνής κοινότητα ή οποιοσδήποτε τρίτος θέλει να ρίξει το φταίξιμο σε κάποιον σε κάποιον από τους δύο, ας το ρίξει στην Τουρκία και το παράνομο casu sbelli και όχι στην Ελλάδα που θα εφαρμόσει ότι έχουν εφαρμόσει όλα τα κράτη του κόσμου.
Η μεγάλη εικόνα είναι ότι η χώρα δεν πρέπει να χάσει απολύτως κανένα από τα δικαιώματα της που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο.Αυτό είναι το δάσος, αυτό είναι το χρέος της ηγεσίας της χώρας, το blame game της διεθνούς κοινότητας είναι το δέντρο. Αν ο κατευνασμός γίνει παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων βάσει του Διεθνούς Δικαίου, τότε θα μιλάμε για υποχώρηση… Αν αυτή δεν έχει συμβεί ήδη, γιατί οι διερευνητικές επαφές απαλλάσσουν την Τουρκία από κάθε πιθανότητα ευρωπαϊκών κυρώσεων.