Γράφει ο Αδάμης Ευθύμιος, Φιλόλογος –Αρχαιολόγος, Δ/ντής 5ου Γ/σίου Αγρινίου
1.1 Η Φυσιογνωμία της πόλης
Αγρίνιο, το «Μικρό Παρίσι» της δυτικής Ελλάδας! Έτσι περιγράφουν το Αγρίνιο ο δημοσιογράφος Γ. Σταυρόπουλος αλλά και οι επισκέπτες του, λίγο αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, γιατί πράγματι αποτελούσε μια πόλη που είχε την δική της, ιδιαίτερη, φυσιογνωμία. Το χρώμα της πόλης όφειλε πολλά στην ιδιαίτερη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού της (ντόπιοι και πολλοί ξενόφερτοι), στις μετεπαναστατικές συνθήκες και εμπειρίες των ανθρώπων, στις παραγωγικές δυνατότητες της πόλης, με έμφαση στην καπνοκαλλιέργεια, και στο γεγονός ότι βρισκόταν πάνω στους δρόμους που την συνέδεαν με μικρά και μεγάλα εμπορικά κέντρα, όπως ήταν η Πάτρα, η Αμφιλοχία (Καρβασαράς), τα Γιάννενα, ο Αστακός, το Καρπενήσι.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν θετικά ώστε η όμορφη πόλη της επαρχίας ν’ αποκτήσει τη δική της κοινωνική, πνευματική και οικονομική ταυτότητα, ως αποτέλεσμα μιας δυναμικής ζύμωσης που άρχισε στο τέλος του 19ου αι, την ώρα που πολλά άλλαζαν στην Ευρώπη και συνεχίστηκε στον 20ο αιώνα.
1.2 Η μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αιώνα
Το άλλοτε «Βραχώρι», που από το 1836 θα ονομαστεί επίσημα «Αγρίνιο» έμελλε τον 19ο αι να έχει θεαματική εξέλιξη. Η περιοχή, από το 1870, στρέφεται στην καπνοκαλλιέργεια, αυξάνει την παραγωγή της, τον πληθυσμό της και ως η πόλη, μετά το 1880, εφαρμόζοντας καλό ρυμοτομικό σχεδιασμό, βελτιώνει συνεχώς την οικιστική της προχωρώντας προς τον 20ο αι. Ταυτόχρονα οι «Βραχωρίτες» παλεύουν με κάθε τρόπο ν’ αλλάξουν την ζωή και την καθημερινότητά τους. Η πόλη οργανώνεται εσωτερικά, υπάρχει καθαριότητα των δρόμων, φωτισμός, το 1869 οριοθετείται η Δημοτική Αγορά, υπάρχει επίσης Ειρηνοδικείο, Δημόσιο Ταμείο, Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας (από το 1873) και Γυμνάσιο. Στα τέλη του 19ου αιώνα κάποιες ομάδες διανοουμένων κάνουν την εμφάνισή τους και αναπτύσσουν δράση. Η παρουσία τους ασκεί επίδραση στο κοινό της πόλης που συντηρεί ακόμη τα παλιά αυστηρά ήθη όμως προσπαθεί να τα «εκσυγχρονίσει».
Ένα μεγάλο ζήτημα που η πόλη κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει τον 19ο αι ήταν η ενσωμάτωση των ξεριζωμένων Σουλιωτών τους οποίους η πολιτεία εγκατέστησε οριστικά στο Αγρίνιο. Η συμβίωση των ντόπιων μαζί τους δεν ήταν εύκολη, ούτε χωρίς τριβές, όμως η πόλη τα κατάφερε. Βγήκε κερδισμένη γιατί ενσωμάτωσε μια δυναμική ομάδα, απέκτησε μια σημαντική εμπειρία, ένα συλλογικό βίωμα από την προσφυγιά και αυτό την βοήθησε να ενσωματώσει κι άλλους πολλούς κατατρεγμένους που έφταναν διαρκώς στο έδαφός της. Μπαίνοντας στον 20ο αιώνα ντόπιοι και επήλυδες έχουν πλέον ξεπεράσει την απόσταση αναμεταξύ τους, οι Σουλιώτες και οι υπόλοιποι «ξενομερίτες» έχουν αφομοιωθεί πλήρως.
Βέβαια η περιοχή του Αγρινίου, όπως και πολλές περιοχές της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αι ήρθε αντιμέτωπη με το φαινόμενο της της ληστείας, ντόπιες συμμορίες που όμως εξουδετερώνονται το 1895 από τον υπομοίραρχο Χρ. Τρυπογιώργο. Όμως, παρά την εξουδετέρωση των ληστών, η πόλη, όπως κι άλλες ελληνικές πόλεις της εποχής, ακόμη και η πρωτεύουσα, υποφέρουν από τον υπόκοσμο, δηλαδή κάποια παρασιτικά στοιχεία που οπλοφορούν και δεν διστάζουν να σκοτώσουν, για ασήμαντη αφορμή, επιφανείς πολίτες, όπως τον Επαμεινώνδα Παναγόπουλο στο Αγρίνιο. Οι κακοποιοί αποθρασύνονται γιατί οι ντόπιοι πολιτικοί παράγοντες δείχνουν ανοχή απέναντί τους, παρέχοντάς τους προστασία και αυτοί με τη σειρά τους στηρίζουν την εκλογή των προστατών τους.
Ο λαός του Αγρινίου σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις αντέδρασε απέναντι στην ανυπόφορη κατάσταση και με αφορμή ένα περιστατικό, που συνέβη το 1906, βγήκε μπροστά. Πρόκειται για τη δολοφονία του φιλόλογου καθηγητή Δημήτριου Αγγελίδη, εθελοντή στην κρητική επανάσταση. Έτσι οι πολίτες εξοργισμένοι βγήκαν στους δρόμους, έκαναν συλλαλητήριο διαμαρτυρόμενοι για την κατάσταση και παρέδωσαν ψήφισμα προς τον βασιλιά απαιτώντας τη λήψη μέτρων.
Ο δρόμος προς την ανάπτυξη, στο τέλος του 19ου αιώνα, περνά μέσα από σημαντικά έργα υποδομής. Την συγκεκριμένη πολιτική εφαρμόζει ο Αιτωλοακαρνάνας Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος με την ανάληψη της πρωθυπουργίας θα συμβάλει ουσιαστικά στον μετασχηματισμό του Αγρινίου. Τέτοιο θεμελιώδες έργο ήταν ο σιδηρόδρομος. Στο Αγρίνιο ο σιδηρόδρομος έφτασε το 1888, με την τοπική σύνδεση Αγρινίου – Μεσολογγίου, στην συνέχεια κατά το 1893-1895 η γραμμή επεκτείνεται μέχρι το Κρυονέρι όπου συνδέεται με την Πάτρα ( Αγρίνιο – Μεσολόγγι –Κρυονέρι – Πάτρα), ενώ αναπτύσσεται και άλλη εσωτερική διακλάδωση μέσα στο νομό. Το όφελος για την πόλη είναι μεγάλο γιατί η πόλη βγαίνει από την απομόνωση που προκαλεί η γεωγραφική της θέση και η δυσκολία στις μεταφορές που γινόντουσαν με κάρα και ζώα. Έτσι η επικοινωνία και η εμπορική δραστηριότητα της πόλης με το σιδηρόδρομο αποκτά νέες δυνατότητες, υποδομές ενός σύγχρονου εμπορικού κέντρου.
Η παρουσία του σιδηροδρόμου συμπληρώνεται από άλλο ένα, μεγάλο έργο υποδομής, που είναι η διάνοιξη του δρόμου προς την Αμφιλοχία και η γέφυρα Αχελώου (1881) η οποία πλέον ένωσε σταθερά την πόλη με την Αμφιλοχία.
Ο μετασχηματισμός της πόλης φαίνεται και από άλλες δράσεις πανελλήνιου χαρακτήρα, όπως αυτή της έκθεσης των γυναικείων χειροτεχνημάτων, που γίνεται το 1898 με πρωτοβουλία του κ. Κούκα, στην οποία προσέρχονται σημαντικές προσωπικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.Η πόλη, αυτά τα χρόνια, αποκτά πνευματική ζωή και οι εξελίξεις στην Ευρώπη φτάνουν μέχρι το Αγρίνιο, όπου σχολιάζονται και επηρεάζουν ένα κύκλο καλλιεργημένων ανθρώπων.
Το 1882, ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, από το Μεσολόγγι, ευφυής, οραματιστής τυπογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Αιτωλία», εγκαθίσταται στο Αγρίνιο μεταφέροντας όλες τις δραστηριότητές του, το τυπογραφείο και την εφημερίδα του. Η εφημερίδα εκδίδεται με το ίδιο τίτλο, με συνεργάτη τον Γιώργο Βλαχόπουλο, ενώ αργότερα(1885) την επανεκδίδει μέχρι το 1887 ονομάζοντάς τη «Παναιτώλιο» με συντάκτη τον Τηλέμαχο Μπέλλο. Αργότερα από το 1889 έως το 1894 εκδίδει τον «Πολίτη» εφημερίδα με πολιτικό, φιλολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο με συνεργάτες τον Ιωάννη Ρόκο και τον Παναγιώτη Ζωγράφο νεαρό φοιτητή που στο μέλλον θ’ αναδειχθεί σε αξιόλογο δημοσιογράφο.
Ο Σταυρόπουλος ασκεί μεγάλη επίδραση στο περιβάλλον της πόλης γιατί έχει πρωτοποριακές απόψεις για την πολιτική και την τοπική ανάπτυξη. Στην πολιτική υποστηρίζει τον Χ. Τρικούπη, όμως στις ιδέες του είναι αντιμοναρχικός και κυρίως χριστιανοσοσιαλιστής. Στο Αγρίνιο γύρω από τον Σταυρόπουλο μαζεύεται ένας κύκλος νεαρών δημοσιογράφων και επιστημόνων, που ασκούν δραστήρια παρέμβαση όπως ο γιατρός Ιωάννης Θεοφανίδης, ο νεαρός δικηγόρος Κώστας Χατζόπουλος, ο διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Μιχ. Κούκας, ο Τηλέμαχος Μπέλλος. Ο μικρός κύκλος επηρεάζει στη συνέχεια κι άλλους οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα δραστηριοποιούνται στην πόλη, όπως ο δικηγόρος Γιώργος Τσακανίκας, ο γιατρός και λογοτέχνης Κων/νος Δημάδης, πατέρας της ηρωίδας Μαρίας Δημάδη, ο Ιωάννης Ακρίδας, προσωπικότητες που θέλουν ν’ ακούγεται η φωνή τους.
Στην πόλη αυτή την περίοδο, της πρώιμης δημοσιογραφίας, μέσα από τον τύπο γίνονται σημαντικά βήματα, αφού εκτός από τον «Πολίτη» του Σταυρόπουλου, εκδίδονται και άλλες εφημερίδες, το 1887 ο Θεόδωρος Χαβέλας, ο γνωστός συγγραφέας, εκδίδει την «Αιτωλική Συμπολιτεία», ο Παναγιώτης Ζωγράφος εξέδωσε το «Αγρίνιο» για πέντε μήνες και το 1895 ο Ι. Ρόκος βγάζει την «Τριχωνία» μέχρι το 1898, που διορίζεται δάσκαλος.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι το 1896 ιδρύεται στο Αγρίνιο παράρτημα του Αθηναϊκού Γυναικείου Συλλόγου «Εργάνη Αθηνά» μ’ ένα αρκετά πρωτοποριακό καταστατικό που υπογράφεται από 120 τακτικά μέλη. Το 1898 γίνεται επίσης στο Αγρίνιο Συνέδριο Φεμινιστριών με θέμα «Ποια πρέπει να είναι η θέσις της Ελληνίδος εις την οικογένεια και την κοινωνία» όπου συμμετέχουν εβδομήντα δύο σύνεδροι και η πόλη αρχίζει να παίζει ρόλο στο γυναικείο κίνημα.
Στην πολιτιστική δράση και στην ανανέωση της πόλης θα πρέπει να καταγραφεί ότι το 1889 δημιουργείται ο «Μιμοδραματικός Θίασος Αγρινίου» από νέους, όπως και η δημιουργία μουσικών συλλόγων.
1.3.1 Η πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα (1900-1922)
Η πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα επέδρασε καταλυτικά διαμορφώνοντας τα αστικά χαρακτηριστικά του Αγρινίου. Ο πληθυσμός τη πόλης, σύμφωνα με την απογραφή στις 19 Δεκεμβρίου 1920, ήταν 11.267 κατοίκους, αρκετός για μια επαρχιακή πόλη, η οποία διαθέτει ήδη τις υποδομές μιας πολιτείας του μεσοπολέμου: διαμορφωμένους δημόσιους χώρους, καθαρούς δρόμους, τη δική της τοπική αγορά με πολλά εμπορικά καταστήματα, έχει σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, χώρους ψυχαγωγίας και διασκέδασης, πνευματική ζωή και συνεπώς εισέρχεται δυναμικά σε μια νέα φάση ανάπτυξης. Την εκτίμηση αυτή κάνουν οι εφημερίδες όχι μόνο του Αγρινίου, αλλά και της Πάτρας, όπως ο «Νεολόγος», που πραγματικά βλέπουν το Αγρίνιο ν’ αλλάζει.
Η πόλη το 1909 αντιμετωπίζει με πρωτοποριακό τρόπο το πρόβλημα του φωτισμού επί δημάρχου Β. Μπέλλου, με την εγκατάσταση δικτύου ασετυλίνης, δίνοντας βαρύτητα στο κέντρο και λιγότερο στις συνοικίες, ενώ από το 1915 αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση ο δήμος. Το 1918 μαθαίνουμε πως ανάβονταν 60 «κοινοτικοί φανοί» 15 στο κέντρο για 12 ώρες και 45 «απόκεντροι», για λιγότερο χρόνο.
Η εμπορική δραστηριότητα στην πόλη μπαίνει σε μια νέα φάση και αφήνει κέρδη, έτσι πολλές επιχειρήσεις, παράλληλα με το εμπόριο, ασκούν και παρατραπεζικές δραστηριότητες (δάνεια, τοκισμούς) όπως η εταιρεία «Ρόζης και Βαρνάβας». Αυτές επεδίωκαν κάποιο λογικό κέρδος με χαμηλότοκους δανεισμούς. Η μετάβαση προς τη συστηματικοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της πόλης γίνεται σταδιακά και σ’ αυτό συνέβαλε η παρουσία της Εθνικής Τράπεζας, ώστε να οργανωθούν καλύτερα οι εμπορικές δραστηριότητες και να περιοριστούν οι παρατραπεζικές δραστηριότητες ιδιωτών όπως π.χ. η τοκογλυφία. Παρόλα αυτά αποτελεί σημαντικό στοιχείο ότι ο ίδιος ο Ευάγγελος Παπαστράτος μνημονεύει ότι το 1906 δεν πήρε δάνειο από την τράπεζα αλλά από τον Αντωνόπουλο, με τόκο 6%!
Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής γύρω από το Αγρίνιο ήταν καλλιεργητές αμπελιών, καπνού και ελαιοπαραγωγοί, όμως μετά τη σταφιδική κρίση (αρχές 20ου αι) αρχίζουν να εκριζώνουν τα αμπέλια και να ενισχύουν την ελαιοκαλλιέργεια. Σε μικρότερο ποσοστό ήταν επίσης κτηνοτρόφοι, τεχνίτες, μεταφορείς, έμποροι, βιοτέχνες και βυρσοδέψεις. Όμως από το 1900 και μετά η τοπική οικονομία αρχίζει πλέον να προσανατολίζεται σταθερά στην καπνοκαλλιέργεια έτσι η παραγωγή καπνού αυξάνεται.
1.3.2 Το εμπόριο καπνού ως φορέας μετασχηματισμού
Η ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, ως γεωργική δράση και μόνο, δεν θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην οικονομία της πόλης, εκείνο που άλλαξε οριστικά την μοίρα της πόλης ήταν το εμπόριο καπνού, το οποίο αναπτύσσεται δραστήρια, μετά το 1900, και αξιοποίησε, ως κερδοφόρο τοπικό προϊόν, τα καπνά της περιοχής. Η πιο αξιόπιστη μαρτυρία γι’ αυτό κατατίθεται από τον Ευάγγελο Παπαστράτο στο βιβλίο του « Η δουλειά και ο κόπος της».
Εκεί αναφέρεται ότι τα ζητήματα της εμπορίας του καπνού στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ακόμη πολλά. Ως πιο σημαντικό κρίνεται το διεξαγόμενο ανοργάνωτο καπνεμπόριο, η χαμηλή τιμή αγοράς και εμπορίας των καπνών, όπως επίσης η χαμηλή ζήτηση των καπνών του Αγρινίου στο εξωτερικό, κυρίως στην πλούσια αγορά της Ευρώπης. Εκεί ήταν ακόμη άγνωστα, παρότι ποιοτικώς ήταν ανώτερα από άλλα ανατολικά καπνά, όπως π.χ. τα θεσσαλικά.
Στην εσωτερική αγορά, τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα αφού τα καπνά της περιοχής ήταν ήδη γνωστά, δηλαδή πολλοί γνωρίζουν τα καπνά του Ζαπαντίου, του Ξηρομέρου, του Αγρινίου, κυρίως το τσεμπέλι, ενώ τα «μυρωδάτα» καπνά της περιοχής είχαν ήδη πολύ καλές κριτικές στην Αίγυπτο.
Η πιο σοβαρή εταιρεία, στην εμπορία του καπνού στο Αγρίνιο ήταν η «Ρόζης και Βαρνάβας», όμως το 1906 ο Παπαστράτος, είκοσι δύο ετών τότε, ιδρύει την καπνεμπορική εταιρεία «Αυγερινός και Παπαστράτος» με κεφάλαιο 6.000 δραχμές (τις 3.000 δάνειο) ο οποίος, ήδη από υπάλληλος, γνωρίζει καλά το καπνεμπόριογι’ αυτό και δίνει μεγάλη βαρύτητα στην ποιότητα των τοπικών καπνών. Η εταιρεία αποκτά σημαντικά κέρδη και το 1909 κλείνει την πρώτη μεγάλη συμφωνία εξαγωγών με το εργοστάσιο τσιγάρων του Αγγελή Κωνσταντίνου στο Ανόβερο. Το 1913, λόγω του θανάτου του Αυγερινού, περνά στην επόμενη δυναμική της φάση και με τα αδέλφια του Σωτήρη στρατιωτικό, Επαμεινώνδα, μαθηματικό και τον Ιωάννη, δικηγόρο ιδρύουν την εταιρεία «Αφοί Παπαστράτου Ο.Ε.» που θ’ αποτελέσει εταιρεία ορόσημο. Το 1913 ιδρύεται επίσης στο Αγρίνιο και η εταιρεία εμπορίας καπνού του Παναγόπουλου.
Ο Ευάγγελος Παπαστράτος αναφέρει πως μέχρι τότε το καπνεμπόριο είχε ανοργάνωτη μορφή. Κάθε χρόνο ερχόντουσαν εκπρόσωποί των εταιρειών στο Αγρίνιο για να αγοράσουν τον καπνό, μυρωδάτα και τσεμπέλι, που απλά θεωρούνταν καλός. Όμως αφότου η εταιρεία του ανέλαβε εμπορική δράση τα καπνά Αγρινίου έγιναν γνωστά στις ξένες αγορές όπου θεωρήθηκαν, ποιοτικώς, από τα καλύτερα του κόσμου. Τότε συνέβη και μια άλλη αξιόλογη μεταβολή, κάποια από τα σημαντικότερα εργοστάσια τσιγάρων όπως του Ματοσιάν, εγκατέστησαν μόνιμες αντιπροσωπείες στο Αγρίνιο για να προμηθεύονται άμεσα τις ποσότητες καπνού που χρειάζονταν και ο ανταγωνισμός συνέβαλε στην αύξηση των τιμών.
Η ανάπτυξη του καπνεμπορίου επηρέασε ένα μεγάλο κύκλο ζητημάτων στην πόλη γιατί απαιτούσε καλές μεταφορές, κτηριακές υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό, φθηνό τραπεζικό χρήμα, ενώ ταυτόχρονα, ως οικονομική δραστηριότητα, δημιούργησε τοπικό κεφάλαιο, το οποίο διαχειρίζονταν συγκεκριμένες οικογένειες που ασχολούνταν με το καπνεμπόριο και σίγουρα θα μπορούσε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες.Το Αγρίνιο γίνεται πλέον καπνεμπορικό κέντρο και το όνομά του κατατάσσεται δίπλα σε άλλα γνωστά κέντρα της εποχής, όπως του Πειραιά, της Καβάλας, του Βόλου. Η πόλη γίνεται γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η ντόπια εταιρεία των αδελφών Παπαστράτου μπαίνει δυναμικά στο καπνεμπόριο της χώρας και από το 1919 μεταφέρει την έδρα της στην Αθήνα, ενώ ανοίγει υποκαταστήματα στον Βόλο, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, στη Μυτιλήνη, ακόμη και στην Σμύρνη!
1.3.3 Καπναποθήκες και καπνεργασία
Το 1920 υπήρχαν στην πόλη 22 καπνεμπορικοί οίκοιμε εκατοντάδες εργάτες και αυτό επηρεάζει άμεσα την δράση και τη σκέψη των κατοίκων. Το καπνεμπόριο στην άσκησή του, ως διαδικασία, είχε τρεις φάσεις : η πρώτη αφορούσε την αγορά από τους καλλιεργητές ποσοτήτων καπνού, η δεύτερη την συγκέντρωση αλλά και την επεξεργασία όλων των αγορασμένων ποσοτήτων του καπνού ώστε να είναι έτοιμες για εξαγωγή, ενώ η τρίτη την κυρίως εμπορία με την μεταφορά των καπνών στα εργοστάσια (απαιτούσε καλά μεταφορικά μέσα).
Όπως κάθε μορφής οργανωμένο εξαγωγικό εμπόριο απαιτούσε να είναι έτοιμες οι ποσότητες των προϊόντων προκειμένου να εξαχθούν, γι’ αυτό και επιβάλλει ένα κύκλο εργασιών γύρω από τον καπνό μέχρι αυτός να προετοιμαστεί για να ταξιδέψει προς τα καπνεργοστάσια.
Στον συγκεκριμένο κύκλο προετοιμασίας η καπνεργασία στις αποθήκες εξαρτάται από την πρώτη φάση, δηλαδή την παραγωγή του καπνού, γιατί η καπνοκαλλιέργεια δεν περιοριζόταν μόνο στην καλλιέργεια αλλά είχε συμπεριλάβει και μια πρώτη φάση επεξεργασίας.
Οι καλλιεργητές παρήγαγαν τόνους καπνού, σε μια διαδικασία που περιελάμβανε συγκεκριμένα στάδια, το φύτεμα, την ανάπτυξη των φυτών, το μάζεμα των ώριμων φύλλων και την αποξήρανσή τους στις λιάστρες. Ανάλογα την ποικιλία (τσεμπέλια) αυτά αρμαθιάζονταν, δηλαδή τα φύλλα περνούσαν με μεταλλική βελόνα σε κλωστές, τις «αρμάθες», που είχαν 250 -300 φύλλα. Ο καλλιεργητής αφού έβγαζε τις αρμάθες στον ήλιο, στις λιάστρες (στα μυρωδάτα έβαζε απλά τα φύλλα γιατί ήταν μικροκαμωμένα), τις συγκέντρωνε κατόπιν σε μικρές ομάδες, στα «βαντάκια». Αργότερα, το φθινόπωρο, αφού μαλάκωναν τα ξηραμένα φύλλα, έκανε ο ίδιος ο παραγωγός μια πρώτη επεξεργασία, δηλαδή αφαιρούσε τα φύλλα κακής ποιότητας και προχωρούσε σε δεματοποίηση, χρησιμοποιώντας ατομικά πιεστήρια που σχεδόν όλοι διέθεταν (τις «μηχανές», με ξύλινα παραπέτια και ένα κεντρικό σπειρωτό άξονα που κατέβαινε και πίεζε). Σ’ αυτό το πιεστήριο τοποθετούσε, σε επάλληλες σειρές, και πίεζε τις ξερές αρμάθες δημιουργώντας δέματα των 30 -35 κιλών, τα οποία τύλιγε με λινάτσα στερεώνοντάς τη με ειδικό σπάγκο στην αριστερή και δεξιά πλευρά του δέματος.
Κατόπιν μια επιτροπή από «αξιολογητές» επισκεπτόταν τον χώρο αποθήκευσης του καλλιεργητή στον οποίο βρισκόντουσαν συνήθως 1000 έως 1500 κιλά καπνού και αφού βαθμολογούσε την ποιότητα, αγόραζε τον καπνό.
Όταν ο έμπορος αγόραζε τον καπνό προχωρούσε στην συγκέντρωση των επιμέρους ποσοτήτων του σε συγκεκριμένο χώρο, με στόχο την επεξεργασία. Αυτός ήταν η καπναποθήκη.
Η γνωστοποίηση της ποιότητας των καπνών Αγρινίου και η αύξηση της παραγωγής προσέλκυσε πολλές εταιρείες εμπορίας, που θα έπρεπε να έχουν ή να φτιάξουν χώρους αποθήκευσης.
Οι χώροι αποθήκευσης έπρεπε να έχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές, δηλαδή να είναι μεγάλοι για να χωρούν οι τόνοι των συγκεντρωμένων καπνών, να υπάρχει καλός εξαερισμός για να μην μουχλιάσουν τα καπνά, να είναι λειτουργικοί για να μπορεί το προσωπικό να εργάζεται σωστά, να γίνεται άνετα η διαλογή και η δεματοποίηση και τέλος να υπάρχει κατάλληλος χώρος για ν’ αποθηκεύονται τα επεξεργασμένα καπνά.
Βέβαια οι πρώτες καπναποθήκες δεν ήταν ευρύχωρες, ούτε κατάλληλες, ως χώροι, για την επεξεργασία που απαιτούσε ο καπνός, αντίθετα οι καπναποθήκες που χτίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα και αργότερα, μετά την άφιξη των προσφύγων, έχουν οργανωμένους χώρους, οι οποίοι είναι ακόμη σήμερα ορατοί όπως περιγράφονται από τους καπνεργάτες και τους μελετητές. Ο σχεδιασμός τους αφορούσε τις τρεις βασικές λειτουργίες α) την αποθήκευση των φρεσκο-αγορασμένων καπνών (ήταν σε δέματα, από τον παραγωγό, β) τον χώρο που γινόταν η αποδεματοποίηση, η διαλογή, τα χαρμάνια και η νέα δεματοποίηση γ) το χώρο της αποθήκευσης, των έτοιμων δεμάτων για το εμπόριο.
Η εργασία στις καπναποθήκες
Ο χωροταξικός σχεδιασμός των καπναποθηκών προσδιορίζει το είδος των εργασιών που θα έπρεπε να γίνουν εκεί. Η καπνεργασία ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδικασία μέσα στο χώρο και ολοκληρωνόταν σε διαδοχικές φάσεις.
Τα αγορασμένα καπνά, τα «παραγωγικά» δέματα, τοποθετούνταν από τους «στοιβαδόρους» στους χώρους προσωρινής αποθήκευσης, πάνω σε ξύλινες εξέδρες, στις «κρεββαταριές», για να έχουν επαφή με τον αέρα και αυτοί ως χώροι αποθήκευσης ήταν συνήθως χαμηλά στην καπναποθήκη.
Τα «σαλόνια», όπως ονομάζονταν, ήταν οι χώροι διαλογής, όπου έφταναν τα «παραγωγικά» δέματα( τα κουβαλούσαν εκεί οι εργάτες) και αφού γινόταν αποδεματοποίηση (άνοιγαν τα δέματα των καπνοκαλλιεργητών), άπλωναν τις αρμάθες, αφαιρούσαν τα φύλλα του καπνού από τον σπάγκο της αρμάθας, και τα διάλεγαν από τα άχρηστα φύλλα.
Τα «υγραντήρια» ήταν οι χώροι ύγρανσης του καπνού ώστε τα φύλλα να μην καταστρέφονται στην επεξεργασία( αυτή η διαδικασία σταδιακά εκσυγχρονίστηκε με τη χρήση μηχανών).
Τα «χαρμάνια» ήταν ο χώρος που μετά τη διαλογή γινόταν ανάμειξη των τοπικών καπνών μεταξύ τους ώστε να προκύψει μια καινούργια σύνθεση ποιότητας.
Η «εμπορική δεματοποίηση». Σ’ αυτόν τον χώρο τα επεξεργασμένα καπνά, μετά τη «χαρμανοποίηση», συσκευάζονταν, τυλίγονταν με λινάτσα και ράβονταν από εργάτες (και εργάτριες) σε «εμπορικά δέματα»(25-30 κιλών).
Ο χώρος της νέας αποθήκευσης και «ζύμωσης». Εκεί αποθηκεύονταν τα «εμπορικά δέματα» που είχαν προκύψει μετά τα χαρμάνια και έπρεπε να μείνουν για ένα διάστημα προκειμένου τα επεξεργασμένα καπνά να αποκτήσουν το δικό τους άρωμα και την δική τους εμπορική ποιότητα.
Στις καπναποθήκες δουλεύουν άνδρες και γυναίκες γιατί σε κάποιες φάσεις η δουλειά απαιτεί δύναμη και κόπο, όπως είναι οι μεταφορές και οι αποθηκευτικές φάσεις, ενώ σε άλλες όπως π.χ. στη διαλογή απαιτείται δεξιοτεχνία και υπομονή και δουλεύουν άνδρες και γυναίκες.
Συνεπώς στο Αγρίνιο του 1920 καπναποθήκη σημαίνει απασχόληση, ευκαιρία για δουλειά, και ο αριθμός των εμπορικών οίκων εξαγωγής παραπέμπει σε ένα ανάλογο αριθμό μικρών ή μεγάλων καπναποθηκών που απασχολούσαν εργάτες.
Αυτοί λοιπόν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τοπικοί «εργοδότες» στην καπνεργασία του Αγρινίου, γιατί χρησιμοποιούν εργάτες για την επεξεργασία του καπνού στις διάφορες καπναποθήκες που διαχειρίζονται.
1.3.4 Οι καπνεργάτες της πόλης
Οι καπναποθήκες δεν χρειάζονταν μόνιμο προσωπικό για όλες αυτές τις εργασίες που συζητήσαμε (αποθήκευση, διαλογή, δεματοποίηση). Η εργασία ξεκινούσε περίπου την άνοιξη και διαρκούσε μέχρι το φθινόπωρο, γι’ αυτό και είχαν εποχιακό προσωπικό, επίσης δεν απασχολούσαν κάθε χρόνο τον ίδιο αριθμό εργατών. Τα μεροκάματα των ανδρών, περίπου 85 δραχμές και οι γυναίκες 37 ήταν ικανοποιητικά μέχρι την άφιξη των προσφύγων, όμως οι συνθήκες στις καπναποθήκες ήταν δύσκολες και ανθυγιεινές, λόγω της μυρωδιάς του καπνού, της σκόνης και της ύγρανσης των καπνών, ενώ το ωράριο εργασίας ήταν εξαντλητικό, από το πρωί έως το βράδυ. Οι άνθρωποι που θα εξειδικευτούν για την συγκεκριμένη δουλειά, την καπνεργασία, θα ονομαστούν «καπνεργάτες» και θα αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο την ανεργία, την αβεβαιότητα και την αυθαιρεσία των εργοδοτών που υπερασπίζονται σκληρά τα συμφέροντά τους.
Ο αριθμός των καπνεργατών, δηλαδή των εργατών που ζούσαν αποκλειστικά από την εργασία στις καπναποθήκες ήταν σχετικά μεγάλος για μια επαρχιακή πόλη όπως ήταν το Αγρίνιο, παρότι δεν ήταν σταθερός. Αν λάβουμε υπόψη ότι το Σωματείο Καπνεργατών στο Αγρίνιο «Η Αλληλοβοήθεια» είχε ιδρυθεί ήδη από το 1911 και διέθετε 2000 μέλη, αυτό σημαίνει ότι αποτελούσαν μια σημαντική εργατική δύναμη που μπορούσε να διαμαρτυρηθεί και να διεκδικήσει. Αυτοί απετέλεσαν την βάση για να ιδρυθεί το 1918 το Εργατικό Κέντρο Αγρινίου, την ίδια ακριβώς χρονιά που δημιουργείται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας.
Η περίπτωση των καπνεργατών του Αγρινίου μοιάζει με άλλων πόλεων, που κι αυτές διαθέτουν καπναποθήκες και καπνομάγαζα, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη. Εκεί οι 10.000 καπνεργάτες είναι πολύ καλά οργανωμένοι και τα σωματεία τους είναι πανίσχυρα υπό την επιρροή των σοσιαλιστών της «Φεντερασιόν». Στο Αγρίνιο υπάρχουν ήδη πολιτικές ομάδες που κινούνται στο χώρο των σοσιαλιστών και η πολιτικοποίηση των καπνεργατών τους ενδιαφέρει. Εξάλλου η δημιουργία πολιτικών δυνάμεων μέσα στον εργατικό κόσμο της πόλης που θα εκφράζουν τις σοσιαλιστικές ιδέες και θα διεκδικούν είναι ο βασικός στόχος τους. Εξίσου σημαντικός είναι και ο έλεγχος του συνδικάτου, είτε μέσω των συνδικαλιστών, είτε προπαγανδίζοντας ιδέες στους χώρους της καπνεργασίας, που επηρεάζουν πολιτικά τους εργάτες και το συνδικάτο. Η καπνεργατική ομοσπονδία αυτή την περίοδο είναι πολύ καλά οργανωμένη υπό την επίδραση των σοσιαλιστών και το μεγαλύτερο μέρος των καπνεργατών, σε ποσοστά που αγγίζουν το 90%, συμμετέχουν ενεργά στα σωματεία τους.
Η διακίνηση των σοσιαλιστικών ιδεών στον χώρο της καπνεργασίας είναι εύκολη αν λάβουμε υπόψη την ιδιαιτερότητα της εργασίας, τις δύσκολες συνθήκες, την περιοδικότητα της εργασίας (Απρίλιος –Οκτώβριος), την εκμετάλλευση του δυναμικού, την ανεργία. Επίσης ο συγκεκριμένος χώρος εργασίας προσφερόταν για επικοινωνία των ανθρώπων, π.χ. στους χώρους διαλογής, τα «σαλόνια», όπου οι εργάτες καθόντουσαν μαζί για ώρες, ο ένας απέναντι στον άλλο, άνδρες και γυναίκες. Εκεί οι εργάτες μπορούσαν να γνωριστούν καλά, να μιλήσουν για πολιτική, για την εργοδοσία, ν’ ανταλλάξουν ιδέες, να εκφράσουν τις ανησυχίες τους να κρίνουν την πολιτική και κοινωνική κατάσταση, να δημιουργήσουν προσωπικές σχέσεις «οι άτυπες και οργανωμένες σχέσεις των καπνεργατών στο καπνεργοστάσιο, διαπλεκόμενες με στοιχεία μιας αλληλέγγυας στάσης στη συνοικία και τη γειτονιά ενδυνάμωναν τη συνοχή και τη μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης».
Οι καπνεργάτες μπορούσαν λοιπόν να κινητοποιηθούν και η κινητοποίηση τους να έχει πολιτικό χαρακτήρα. Εάν ένα κόμμα, όπως ήταν το νεοσύστατο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, ήλεγχε τα σωματεία αποκτούσε ιδιαίτερη δυναμική στους χώρους εργασίας, στις τοπικές κοινωνίες αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Αυτό συνέβη με τους καπνεργάτες στις καπναποθήκες του Αγρινίου, όπου από νωρίς οργανώθηκαν συνδικαλιστικά, επηρεασμένοι αρχικά από τις σοσιαλιστικές απόψεις, το σωματείο τους δυνάμωσε λόγω της παρέμβασης στις διαδικασίες της εργασίας (προσλήψεις) γι’ αυτό και αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του Εργατικού Κέντρου.
1.3.5 Το πολιτικό κλίμα στην πόλη
Η πολιτική κατάσταση στο Αγρίνιο μέχρι το 1922 επηρεάζεται από την γενικότερη πολιτική κατάσταση της χώρας δηλαδή τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, την διακυβέρνηση Βενιζέλου, τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, τον εθνικό Διχασμό, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την μικρασιατική Εκστρατεία και την Καταστροφή.
Οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις (μέτωπο – στρατιωτικά κινήματα), οι κοινωνικοί αγώνες (καπνεργάτες), οι συγκρούσεις των πολιτικών παρατάξεων επηρεάζουν το πολιτικό κλίμα της πόλης, το οποίο εκφράζεται με τοπικά γεγονότα έντασης και με αποφάσεις στα Συμβούλια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που πρωταγωνιστούν άλλοτε οι φιλοβασιλικοί και άλλοτε οι φιλοβενιζελικοί.
Εάν παρακολουθήσουμε σύντομα τα πρόσωπα που άσκησαν καθήκοντα δημάρχου παίρνουμε μια πρώτη εικόνα της πολιτικής ατμόσφαιρας. Το Αγρίνιο εισέρχεται στον 20ο αιώνα με δήμαρχο τον Γεώργιο Μπαϊμπά ως το 1907, ο οποίος έκανε σημαντικά έργα, άνοιξε τις κεντρικές αρτηρίες της πόλης και γεφύρωσε τα ρέματα, ενώ τον διαδέχτηκε ο Βασίλειος Μπέλλος, μέχρι το 1914, βενιζελικός και ένθερμος πατριώτης, με αγωνιστικές περγαμηνές, αφού υπηρέτησε ως εθελοντής στην κρητική Επανάσταση του 1897 αλλά και αργότερα στην επανάσταση της Βορείας Ηπείρου.Κατά τη θητεία του, με την μεταρρύθμιση Βενιζέλου (1911) για τους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το Αγρίνιο από Δήμος γίνεται Κοινότητα. Τον Β. Μπέλλο αντικατέστησε ο μετριοπαθής βενιζελικός Δημήτριος Τσακανίκας αρχικά μέχρι το 1921μια σημαντική μορφή της πόλης που διαχειρίστηκε πολλά σοβαρά ζητήματα και παρότι το 1921( από 27-9-1921) έως το 1922 ( 20-11-1922) αναλαμβάνει για ένα χρόνο δήμαρχος ο Νικόλαος Χαλκιώτης, από το 1922 έως το 1925 ανέλαβε και πάλι δήμαρχος ο Δημήτριος Τσακανίκας. Αυτός είναι ο δήμαρχος που διαχειρίστηκε προσωρινά τους πρόσφυγες στο Αγρίνιο, γιατί η μεγάλη μάζα είχε ήδη φτάσει από τις 23 Σεπτεμβρίου, δύο μήνες πριν αναλάβει ξανά, ενώ τον διαδέχτηκε στη συνέχεια ο Ανδρέας Παναγόπουλος έως το 1934.
Από πολλές πηγές (τύπος, γεγονότα, εκλογικά αποτελέσματα) γίνεται φανερό πως στην πόλη, παρά την δυναμική παρουσία των βενιζελικών, επικρατούσαν οι φιλοβασιλικοί και ότι οι περιβόητοι «Επίστρατοι» είχαν δράση. Στα γεγονότα του κινήματος της Εθνικής Άμυνας (1916) και του Εθνικού Διχασμού διοργανώνεται συλλαλητήριο στο Αγρίνιο, όπως στην Αθήνα, όπου ρίχνουν το ανάθεμα στον Βενιζέλο, ενώ το κοινοτικό Συμβούλιο παίρνει απόφαση να διαγράψει από τα δημοτολόγια της πόλης τον στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, στρατηγό Παναγιωτάκη Δαγκλή, απόγονο παλιάς οικογενείας Σουλιωτών και αρχηγό του ΓΕΣ στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912/13 (δήμαρχος είναι ο Τσακανίκας).
Από το 1917, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (11-6-1917) και την επικράτηση των βενιζελικών, το Κοινοτικό Συμβούλιο παρά την πλειοψηφία των φιλοβασιλικών στηρίζει ενεργά την πολιτική Βενιζέλου παίρνοντας κατηγορηματική θέση για τα γεγονότα της Λαμίας.
Επίσης πληροφορούμαστε, από τα πρακτικά του Συμβουλίου, ότι το 1918 έγιναν απελάσεις αντιβενιζελικών από το Αγρίνιο όπως του δραστήριου δημοτικού Συμβούλου Μιλτιάδη Τζάνη και του Χρήστου Μπέλλου που εκτοπίστηκαν στην Ιθάκη για τις πεποιθήσεις τους, ενώ ο δήμαρχος Δ. Τσακανίκας και το Συμβούλιο διαβεβαιώνει για την νομιμοφροσύνη όλων των πολιτών και εισηγείται την ακύρωση της αποφάσεως για τον στρατηγό Δαγκλή που αφορούσε και « άλλους» όπως αναφέρει το πρακτικό, η οποία δεν είχε εφαρμοστεί, μάλιστα αποφασίζει να ονομάσει κεντρικό δρόμο της πόλης ως οδό «Δαγκλή».
Όσον αφορά τον εργατικό συνδικαλισμό της πόλης, αυτός, όπως είδαμε, αναπτύχθηκε μετά το 1911, όταν ιδρύθηκε το Σωματείο «Αλληλοβοήθεια» των καπνεργατών. Τότε αρχίζουν σιγά – σιγά να ωριμάζουν οι συνθήκες, να αυξάνεται το εργατικό δυναμικό της πόλης και να γίνονται ιδεολογικές ζυμώσεις στους χώρους της εργασίας (καπναποθήκες). Ο συνδικαλισμός των καπνεργατών οφειλόταν στις εργασιακές τους συνθήκες και στην προεργασία που είχε γίνει σ’ άλλα καπνεμπορικά κέντρα, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη και η Καβάλα, γύρω από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις διεκδικήσεις υπό την καθοδήγηση των σοσιαλιστών. Το γεγονός ότι το σωματείο των καπνεργατών στο Αγρίνιο ήταν η βάση για τη δημιουργία κατά το 1918 του Εργατικού Κέντρου δείχνει ότι ο συνδικαλισμός των καπνεργατών δεν ήταν ευκαιριακός και συντεχνιακός, αντίθετα είχε πολιτικό περιεχόμενο και στο διάστημα 1911 – 1918 είχε εξελίξει την παρουσία του. Είναι σίγουρο ότι υπήρξαν πολιτικές επιδράσεις και καθοδήγηση, παρότι σήμερα είναι δύσκολο ν’ ανιχνευτούν, είτε από τους ντόπιους κύκλους των σοσιαλιστών ή από σπουδαγμένους στην Ευρώπη που απέκτησαν εκεί πολιτικές εμπειρίες και στη συνέχεια επιστρέφουν στο Αγρίνιο, είτε επίσης από τον τύπο της εποχής όπου κάποιοι αρθρογραφούν διαδίδοντας τις σοσιαλιστικές ιδέες. Τέλος η οικονομική εξέλιξη της πόλης φέρνει σε επικοινωνία το Αγρίνιο με άλλες περιοχές (Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς) που είναι πιο εξελιγμένες στον εργατικό συνδικαλισμό. Μέσω του σιδηρόδρομου οι ντόπιοι ταξιδεύουν εύκολα ενώ η πόλη δέχεται επισκέψεις από προσωπικότητες που γνωρίζουν τις εξελίξεις. Το 1910 έρχονται να εργαστούν στο Αγρίνιο εξειδικευμένοι καπνεργάτες από τη Δράμα, που έχουν άλλες εμπειρίες και γνώσεις, την περίοδο που η εταιρεία του Παπαστράτου ξεκινά την επεξεργασία των καπνών σε «τόγκα» και η κατάσταση αρχίζει σταδιακά να οξύνεται, μάλιστα σε λίγα χρόνια το κλίμα της έντασης μεταδίδεται σε όλη την Ελλάδα.
Το σωματείο λοιπόν έχει από την ίδρυσή του πολιτική σχέση με την αριστερά και αυτό προκύπτει αν παρατηρήσουμε τα ιδρυτικά μέλη του ανάμεσα στα
οποία εντοπίζονται πρόσωπα όπως ο Απόστολος Μυτιλιός που εξελίχτηκε σε συνδικαλιστή και στέλεχος του ΚΚΕ και ο Επ. Βασιλείου, που δεκαπέντε χρόνια αργότερα παίζει ακόμη πρωταγωνιστικό ρόλο, ως εκπρόσωπος των καπνεργατών στις συνεννοήσεις, κατά τη διάρκεια των αιματηρών γεγονότων του 1926.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) τα πράγματα άλλαξαν παντού ενώ στο Αγρίνιο οξύνθηκαν οι αντιπαραθέσεις του συνδικάτου με την εργοδοσία. Στην έντονη πολιτικοποίηση των καπνεργατών συνέβαλαν και οι αλλαγές που εφαρμόζονταν στην εργασία από τους εργοδότες, οι οποίες πολλές φορές είχαν συνέπειες στην αμοιβή και στην απασχόλησή τους. Ένα μεγάλο ζήτημα στην καπνεργασία, είχε ξεκινήσει από το Αγρίνιο, ταυτόχρονα με την ίδρυση του σωματείου και αφορούσε τον τρόπο επεξεργασίας των καπνών, αφού το 1910 η εταιρεία «Αυγερινός – Παπαστράτος» εισήγαγε ένα νέο σύστημα διαλογής, «τόγκα», δηλαδή ξεκαθάρισμα των φύλλων καπνού σε ποιότητες και κατόπιν τη δεματοποίηση τους, όπου αναμειγνύοντας όμοιες ποιότητες πετύχαινε ποιοτική ομοιομορφία, κάτι που συνέφερε το καπνεμπόριο όχι όμως τους καπνεργάτες γιατί απαιτούσε λιγότερη εξειδίκευση και πιθανόν γυναικεία απασχόληση η οποία ήταν χαμηλού κόστους.
Το ζήτημα απέκτησε πανελλήνιο ενδιαφέρον και έγινε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης (από αντιβενιζελικούς και σοσιαλιστές) με απεργίες και με ποικίλες αντιδράσεις ιδίως το 1920, με αποτέλεσμα ο Παπαστράτος να σταματήσει για δυο χρόνια να αγοράζει καπνά από την περιοχή, έτσι η κυβέρνηση Γούναρη το 1922 ψηφίζει νόμο για την κατάργηση της συγκεκριμένης επεξεργασίας τύπου «τόγκας» που σύντομα θα αναιρεθεί στην πράξη.
Η έντονη πολιτικοποίηση του σωματείου το 1920 συμπίπτει με την επιστροφή
στο Αγρίνιο, από τον Πειραιά όπου εργαζόταν ως καπνεργάτης, του Αλέκου Ντούβα, με την καθοδήγησή του οποίου, δημιουργούνται οι πρώτοι κουμμουνιστικοί πυρήνες στην πόλη και στους καπνεργάτες. Ο Γεράσιμος Παπατρέχας ο οποίος ανήκε στην αριστερά παρατηρεί «η διείσδυση της κουμμουνιστικής οργάνωσης στους καπνεργάτες και η δημιουργία ισχυρής φράξιας στο σωματείο τους δεν ήταν δύσκολη υπόθεση. Ήταν το πιο συμπαγές σωματείο, είχε τη μεγαλύτερη αριθμητική οργάνωση και μαζική παρουσία στην καθημερινή δουλειά στις αποθήκες».
Το σωματείο περνάει στον έλεγχο των κουμουνιστών, όπως κι άλλα μικρότερα στην πόλη π.χ. των Υποδηματεργατών και των Ραπτεργατών, και σταδιακά οι αγώνες των καπνεργατών γίνονται πλέον πολιτικοί αγώνες υπό την καθοδήγηση των κομματικών στελεχών – συνδικαλιστών. Οι καπνεργάτες του Αγρινίου μετατρέπονται σε μια πρωτοποριακή, ασυμβίβαστη και μαχητική τάξη που συγκρουόταν σκληρά με την εργοδοσία και την εξουσία, ταυτίζοντας τους αγώνες τους με την κουμμουνιστική αριστερά.
Η δράση των καπνεργατών στο Αγρίνιο επηρεάζει έντονα την πολιτικό κλίμα της πόλης, παρότι ο Ε. Παπαστράτος ως βενιζελικός, κατηγορεί τους ντόπιους πολιτευτές για τη στάση τους και την όξυνση. Η κατάσταση σύντομα, μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία θα επιδεινωθεί από την είσοδο στην αγορά εργασίας χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων. Οι καπναποθήκες θ’ αποτελέσουν γι’ αυτούς μια ευκαιρία εργασίας όμως η έντονη πολιτικοποίηση που επικρατεί στους καπνεργάτες και το μαχητικό – αγωνιστικό κλίμα του σωματείου θα επηρεάσει πολιτικά τους πρόσφυγες (– καπνεργάτες).
Πνευματική ζωή
Στο Αγρίνιο κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αι εκδίδονται εφημερίδες, υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι που επηρεάζουν την ντόπια κοινωνία, όπως ο Γεώργιος Τσακανίκας, πολιτικός και λογοτέχνης, ο οποίος χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κίμων Γαλάζης». Ήταν ποιητής αλλά και ένθερμος δημοτικιστής που εκδήλωνε δυναμικά τις απόψεις του, όπως όταν αποτρέπει τον Μυστριώτη με τηλεγράφημα να κάνει διάλεξη υπέρ της καθαρεύουσας στο Αγρίνιο. Από τα ονόματα των συνυπογραφόντων πληροφορούμαστε μια δυναμική ομάδα πνευματικών ανθρώπων του Αγρινίου: Δ. Καψάλης, δικηγόρος, Κ. Δημάδης, ιατρός, Ι. Παπαστράτος, δικηγόρος, Ν. Τζάνης, δικηγόρος, Αγαμ. Χατζόπουλος, ιατρός και Ν. Σαραντόπουλος, φαρμακοποιός.
Οι επισημάνσεις αυτού του άρθρου έχουν ως στόχο να καταγράψουν όλα εκείνα τα στοιχεία που λειτούργησαν ως γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στην υπάρχουσα κουλτούρα της πόλης και στην κουλτούρα των προσφύγων που άρχισαν να φθάνουν στο Αγρίνιο το 1922.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Αγγέλη, Μ., 2007 «Ο κόσμος της εργασίας : γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού: Αγρίνιο 19ος -20ος αι.» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ιωαννίνων.
-Αλεξίου Θ., «Οι κοινωνικές αιτίες της καπνεργατικής διαμαρτυρίας στο Μεσοπόλεμο», Τα Ιστορικά, τόμος 11ος, τεύχος 21, Αθήνα 1994.
-Γερολυμάτος, Γ., « Αγρίνιο – Δρόμοι που γράφουν ιστορία», εκδόσεις Μπακής, 2004.
– Γκιζελή, Βίκα Δ. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930. Αθήνα: Επικαιρότητα, 1984.
-Κωστής Κ., Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος 1914-1940, Αθήνα 2003.
-Μαυρογορδάτος, Γ., Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1988.
-Μαυρογορδάτος Γ., «Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1992
-Μεταξούλα Μανικάρου – Χρυσούλα Σπυρέλη «Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007»
-Μπάδα, Κ. 2003 «Η μνήμη του επαρχιακού τόπου και τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του 60» Μεταίχμιο.
-Πατρώνης, Β., 2015 «Η περίοδος της Ανόρθωσης και του Μεσοπολέμου, 1909-1940: Ο αγροτικός τομέας» Κάλλιππος
– Παπαστράτος, Ε., 1964 « Η δουλειά και ο κόπος της»
-Γερ. Παπατρέχας «Ιστορία του Αγρινίου» 1991,
-Πελαγίδης, Σ., «Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) απέναντι στο προσφυγικό πρόβλημα (1923-1930)»,Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Η’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-Πρακτικά, Αθήνα, 1987, σελ.115-136
– Τέλωνας, Ν., 2017, «Ταξίδι σε χρόνια Λησμονημένα. Αμφιλοχία(Καρβασαράς), 1829-1944», Αμφιλοχία
-Τσουκαλάς Κ., Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος – Η Συγκρότηση του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1981.
-Φωτιάδης, Γ., 1993. «Μνήμες αξέχαστων πατρίδων» Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου, Σύλλογος «Δημήτρης Ψαθάς»
-Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, «Το προσφυγικό σοκ: οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας» στο Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα.