Prorata: Στις 3 μονάδες η διαφορά μεταξύ ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ

Η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει μειωθεί θεαματικά την τελευταία περίοδο στον δείκτη της πρόθεσης ψήφου, καταγραφόμενη πλέον 3 ποσοστιαίες μονάδες και δημιουργώντας έτσι μια νέα συνθήκη κατά την οποία τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί, σύμφωνα με τον «Σφυγμός» του Μαρτίου από την Prorata για λογαριασμό της «Εφ.Συν.». Η ΝΔ καταγράφει ποσοστό 28,5% από 30% τον Νοέμβριο και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 25,5% από 25%.

Οχι μόνο ως προς το bras de fer μεταξύ των δύο εκλογικά μεγάλων κομμάτων, αλλά και ως προς μια πιθανή εκλογική εκτόξευση μικρότερων κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Ελληνική Λύση) ή άλλων εξωκοινοβουλευτικών ακροδεξιών σχηματισμών.

Προσεγγίζοντας, τέλος, τον πυρήνα της τρέχουσας δημοσκοπικής τάξης πραγμάτων, σύμφωνα με την έρευνα, ανιχνεύεται για πρώτη φορά από την αρχή του τρέχοντος εκλογικού κύκλου μια σημαντική συσσώρευση ψηφοφόρων (67%) στην περιοχή της εκτίμησης ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι οριακό, είτε υπέρ της Ν.Δ. (45%) είτε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ (22%).

Αναλυτικά:
Μεταξύ του «Σφυγμού» Νοεμβρίου και Μαρτίου που δημοσιεύει η «Εφημερίδα των Συντακτών» έχει μεσολαβήσει ένα γεγονός-τομή για τη νεότερη ιστορία της χώρας: το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Και μοιάζει πως είναι δύο κυρίως οι ψηφίδες εκείνες που χρειάζεται κανείς να λάβει υπόψη για να κατανοήσει το αντίκτυπο της τραγωδίας στη διαμόρφωση του κλίματος της περιόδου.

Το «μετά» διότι πλήττει την εμπεδωμένη διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης και το «πριν» γιατί τραυματίζει την αξιοπιστία της, μέσω της διάψευσης της αφήγησης περί ταχύτατου εκσυγχρονισμού της χώρας. Και είναι κρίσιμα αυτά τα δύο στοιχεία ακριβώς επειδή αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου της κυβέρνησης.

Ως προς το «μετά», οι χειρισμοί της κυβέρνησης περισσότερο όξυναν τη διευρυμένη οργή, παρά συνομίλησαν μαζί της, ενώ τα όσα πληροφορήθηκε η κοινή γνώμη ότι είχαν (ή δεν είχαν) γίνει πριν από το δυστύχημα δημιούργησαν την αίσθηση ότι η Ν.Δ. διέπραξε ύβρι για την οποία τώρα τιμωρείται: η σημερινή κυβέρνηση αγάπησε περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε τον εαυτό της, ενώ σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες από το 2010 και έπειτα είχε δημιουργήσει μία σε μεγάλο βαθμό εικονική πραγματικότητα, περίπου μιας 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία κατέρρευσε με οδυνηρό τρόπο στα Τέμπη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα του κυβερνώντος κόμματος έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα, ιδίως στους τομείς εκείνους που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με το δυστύχημα των Τεμπών, όπως η προσλαμβανόμενη από την κοινή γνώμη ικανότητά της να διασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών –δείκτη στον οποίο μέχρι πρότινος υπερείχε συντριπτικά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.– αλλά και να διαχειρίζεται ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας, επί των οποίων η σύγκριση μεταξύ των δύο κομμάτων διευρύνθηκε περαιτέρω υπέρ του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρόμοια τάση αποτυπώνεται και στη σύγκριση μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη «τσαλακώνεται» σε όλους τους επιμέρους δείκτες, εν αντιθέσει με την αντίστοιχη του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος συγκρατεί ή και ενισχύει τα σχετικά ποσοστά του.

Ωστόσο, ο «Σφυγμός» του Μαρτίου αποτυπώνει και μια συνολικότερη έκρηξη απογοήτευσης και θυμού, καθώς και μια εντυπωσιακής κλίμακας επαναϊεράρχηση από την πλευρά της κοινής γνώμης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, κυρίως εις βάρος θεματικών πεδίων που παραδοσιακά ευνοούν την κυβέρνηση (π.χ. εθνικά θέματα) και προς όφελος άλλων, τα οποία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τις αιτίες αλλά και τη διαχείριση του πολύνεκρου δυστυχήματος (π.χ. ζητήματα διαφθοράς και λειτουργίας του κράτους).

Μάλιστα το εύρημα, σύμφωνα με το οποίο τα ζητήματα Υγείας και Παιδείας επιλέγονται από ολοένα και περισσότερους πολίτες ως τα σημαντικότερα για τη χώρα προβλήματα, ίσως κυοφορεί μια νέα συνθήκη ριζικού, δομικού αναστοχασμού απέναντι στα πολιτικά πράγματα.

Ενδεικτικό μιας τέτοιου τύπου ενδεχομένως εν εξελίξει διαδικασίας είναι και το εύρημα σύμφωνα με το οποίο η αξιοπιστία των κομμάτων που έχουν έως σήμερα κυβερνήσει (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), λιγότερο ή περισσότερο, τραυματίζεται, την ίδια στιγμή που τα κόμματα που προσλαμβάνονται ως «αντισυστημικά» (κυρίως το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 και δευτερευόντως οι σχηματισμοί δεξιότερα της Ν.Δ.) αυξάνουν σημαντικά το κοινό που τα θεωρεί αξιόπιστα ως μηχανισμούς.

Προσεγγίζοντας, τέλος, τον πυρήνα της τρέχουσας δημοσκοπικής τάξης πραγμάτων, ανιχνεύεται για πρώτη φορά από την αρχή του τρέχοντος εκλογικού κύκλου μια σημαντική συσσώρευση ψηφοφόρων (67%) στην περιοχή της εκτίμησης ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι οριακό, είτε υπέρ της Ν.Δ. (45%) είτε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ (22%), σύμφωνα με τον «Σφυγμό» του Μαρτίου.

Και οι εκλογείς ευθυγραμμίζονται με τους αριθμούς που προκύπτουν, καθώς πράγματι η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει μειωθεί θεαματικά την τελευταία περίοδο στον δείκτη της πρόθεσης ψήφου, καταγραφόμενη πλέον στο 3% και δημιουργώντας έτσι μια νέα συνθήκη κατά την οποία τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οχι μόνο ως προς το bras de fer μεταξύ των δύο εκλογικά μεγάλων κομμάτων, αλλά και ως προς μια πιθανή εκλογική εκτόξευση μικρότερων κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Ελληνική Λύση) ή άλλων εξωκοινοβουλευτικών ακροδεξιών σχηματισμών.