Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (1868 – 1920) ήταν σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868. Κατόπιν παρακολούθησε το γυμνάσιο Μεσολογγίου και στη συνέχεια τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο, αλλά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου για λίγο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας που κληρονόμησε από τη θετή οικογένειά του (οικογένεια Στάικου), εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα και αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή συμμετέχοντας στους λογοτεχνικούς κύκλους, όπου την ίδια εποχή δρούσε και ο αδελφός του Δημήτριος (γνωστός και σαν Μποέμ). Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Στη Νεοελληνική Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1885, δημοσιεύοντας ποίημά του Έλα Ξανθή στην εφημερίδα Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Έγραφε συνήθως με το φιλολογικό ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός στα περιοδικά Εστία, Νουμάς, Διόνυσος και Καλλιτέχνης. Τα ποιήματά του τα χαρακτηρίζει μια ένωση στοιχείων της ελληνικής παράδοσης με στοιχεία της τότε ευρωπαϊκής ποιητικής τέχνης και κυρίως του συμβολισμού. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου περιοδικού Τέχνη, που κυκλοφόρησε για έναν μόλις χρόνο (1898-1899), ωστόσο στάθηκε πρωτοποριακό σε επίπεδο διεθνούς ενημέρωσης για τη λογοτεχνική κίνηση και σε επίπεδο συνεργατών.
Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε την Φινλανδή σπουδάστρια Sanny Haggman, η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό. Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον Εργάτη του Βόλου. Επίσης, ίδρυσε στο Μόναχο τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση. Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο Αδελφάτα της Δημοτικής, όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.
Το 1914, με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Επίσης δημοσίευσε άρθρα, δοκίμια, κριτικές και μεταφράσεις σε έντυπα όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), καθώς επίσης στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις μεταφράσεις του, με τις οποίες επιχείρησε να καταστήσει γνωστά στην Ελλάδα κάποια από τα σημαντικότερα ονόματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Στα πεζογραφήματά του, αντίθετα με την ποίησή του, κυριαρχεί η ηθογραφία και ο ρεαλισμός. Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας. Το 1920 και ενώ ταξίδευε με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής, έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης.
Εργογραφία
Ποίηση
Απλοί τρόποι ,
Βραδινοί θρύλοι ,
Τα ελεγεία και τα ειδύλλια,
Τα τραγούδια της ερημιάς,
Πεζογραφία
Αγάπη στο χωριό – ηθογραφικό πεζογράφημα ,
Ανιώ και άλλα διηγήματα ,
Ο πύργος του Ακροπόταμου – Μυθιστόρημα ,
Ο Υπεράνθρωπος – Σατυρικό πεζογράφημα ,
Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα,
Φθινόπωρο – Μυθιστόρημα ,
Μεταφράσεις
Η κυρά της Θάλασσας του Ίψεν,
Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ ,
Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε ,
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί του Ίψεν,
Πέερ Γκυντ του Ίψεν,
Τα μυστήρια του Στρίντμπεργκ,
Το βιβλίο του μικρού αδελφού του Γκέγερσταμ ,
Φάουστ του Γκαίτε ,
Μελέτες-Αρθρα-Κείμενα
Για τον Παλαμά, τον Κρυστάλλη και τον Καμβύση.
Έγραψαν γι’ αυτόν
«Τα δέκα χρόνια που πέρασε στη Γερμανία τον έστρεψαν προς τα κοινωνικά προβλήματα. Έγινε σοσιαλιστής. Έτσι τα διηγήματα η Αγάπη στο χωριό (1910), Ο πύργος του Ακροπόταμου (1915), παρ’ όλο το ηθογραφικό κλίμα τους, είναι έργα με κοινωνικό περιεχόμενο. Στα έργα αυτά διακρίνουμε μια διάθεση ρεαλιστική, που εκφράζεται σε ρυθμό λόγου στέρεο και δεμένο, με διάλογο φυσικό και γοργό. Η αλλαγή από τα πρώτα του έργα ως εδώ είναι μεγάλη, αλλά η επιμέλεια της μορφής μένει αμείωτη. Στα 1915 δημοσιεύει κι ένα άλλο διήγημα, τον Υπεράνθρωπο. Σατιρίζονται σ’ αυτό οι ανώριμες επαφές με την γερμανική πνευματική ζωή. Από τον επόμενο χρόνο έχουμε πάλι μια επικράτηση του συμβολισμού, στην πρόζα πια, με έναν τόμο διηγημάτων. Στα 1917, την ίδια συμβολική ατμόσφαιρα, με επιδράσεις όμως από τον Βορρά, έχει το μυθιστόρημά του Φθινόπωρο. Ο Χατζόπουλος πετυχαίνει εδώ να υποβάλλει την αίσθηση θολών και ασύλληπτων ψυχικών καταστάσεων. Με το έργο του αυτό επέβαλε την αντίστοιχη νεοελληνική διηγηματογραφία, όσο κι αν αυτή δεν κράτησε πάντα την ποιότητά του.
Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. Ίκαρος, Δ΄ Έκδοση, [Αθήνα] 1968, σ. 417.
«Ο Κώστας Χατζόπουλος έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία, όπου εγκλιματιζόταν όλο και περισσότερο στη βόρεια ατμόσφαιρα, πράγμα που μαρτυρούσαν από νωρίς οι τάσεις του στο περιοδικό Η Τέχνη. Στις καλύτερες στιγμές της, η έμπνευσή του αναδύει, μέσα σε μια ατμόσφαιρα θολή, γεμάτη σκιές, φθινοπωρινή, τα ρίγη της ψυχής του σε σύντομες μουσικές συνθέσεις, μηνύματα ενός κόσμου που μοιάζει να παραμένει απρόσιτος στις κοινές αισθήσεις. […] Στην πραγματικότητα, ο Χατζόπουλος δεν είχε εναποθέσει στην ποίησή του παρά μόνο ένα μέρος του εαυτού του. Αυτό που με τη βοήθεια του συμβολισμού θα φτάσει στο κορύφωμά του στο αφηγηματικό έργο της ωριμότητάς του, το Φθινόπωρο (1917).»
Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992, σ. 316 – 317.