Ο 103 χρόνος Αριστείδης Κασσαρας και ο 93χρόνος Αριστοτέλης Παπαντώτης…
Θυμούνται την σάλπιγγα που έδινε τό σύνθημα τής μάχης ως ένα προσκλητήριο στόν υπέρτατον αγώνα για την Ελευθερία. Διηγούνται στιγμές απο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, την αναχώρηση του τάγματος απο το Μεσολόγγι, την μεταφορά με το τρένο στο Αγρίνιο, την παρέλαση στο Κέντρο της πόλης και την προώθηση τους Ελληνοαλβανικό Μέτωπο.
Αριθμητικώς, υστερούσαν πολύ έναντι των Ιταλών, αλλά η δύναμη της θέλησης και αγάπης για την πατρίδα αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν ολόκληρος ο πληθυσμός, από τους πιο φτωχούς και πεινασμένους, ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος.
“Δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το καθήκον, που φλόγιζε τα μεθυσμένα νιάτα μας σαν ξεκινούσαν για το μέτωπο, με το όραμα της νίκης Δεν μάς χώριζαν διαφορές, δεν μάς δηλητηρίαζαν πολιτικά μίση, δεν μάς διαιρούσαν τάξεις, ιδέες, φρονήματα. Ήμασταν το Έθνος ενιαίο και αδιαίρετο, που έπρεπε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, που μάς χάρισαν με αίμα και θυσίες οι πρόγονοι και που εμείς είχαμε απαράβατο χρέος, πάλι με αίμα και θυσίες να την διαφυλάξουμε, για να την κληρονομήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας.
Λέγαμε όταν κινούσαμε για το Μέτωπο: -Όλοι μαζί αδέλφια, για την Λευτεριά μας! .
Την ώρα που οι άντρες πήγαιναν στον πόλεμο οι μοναδικές γυναίκες των χωριών ανέλαβαν τον ανεφοδιασμό του στρατού και υποκατέστησαν στην τα μεταγωγικά! Σκυφτές, λυγισμένες στα δύο από το βάρος της κάσας των φυσεκιών που τους βάραινε την πλάτη, ανέβαιναν με το ήσυχο, ακούραστο βήμα 18 ώρες κατά συνέχεια, ενώ πίσω ακολουθούσαν τα παιδιά τους, φορτωμένα ταγάρια με γεμιστήρες πολυβόλων ή μια οβίδα ορειβατικού. Στο γυρισμό κατέβαζαν τραυματίες για τα νοσοκομεία…» Ακόμα και κανόνια σύρανε με τις τριχιές των ζώων…
Ακόμη και σήμερα σε αυτή την ηλικία εάν η πατρίδα μας φώναζε θα πηγαίναμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο από την πατρίδα και την οικογένεια”.