Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου όλα τα παιδιά του χωριού ήταν στο σχολείο που βρισκόταν κοντά στην εκκλησία. Άκουσαν το βόμβο των αεροπλάνων και το βομβαρδισμό που έκανα οι Ιταλοί στην Πάτρα.Τα παιδιά βγήκαν στην αυλή και παρακολουθούσαν προς τη θάλασσα το βομβαρδισμό. Ο δάσκαλος , ο Ρήγας, ανήγγειλε στα παιδιά ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Το χωριό ήταν αναστατωμένο γιατί είχε φτάσει το μήνυμα της επιστράτευσης.
Όλοι οι στρατευόμενοι έπρεπε να παρουσιαστούν εκεί που είχε οριστεί για τον καθένα.Μετά την κατάρρευση του μετώπου στην Αλβανία όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί επετέθησαν στην Ελλάδα, όλα τα παιδιά που είχαν επιστρατευθεί γύρισαν στο χωριό εκτός από δύο, τον Τάκη Κατσαούνη και τον Γιάννη Σίψα-Τσεκούρα. Βαριά τραυματισμένος γύρισε ο Σπύρος Ασημακόπουλος. Είχε χάσει το ένα του μάτι και στο πρόσωπο του φαίνονταν έκδηλα ίχνη από τα θραύσματα οβίδας.
“Η πρώτη μέρα του πολέμου με τους Γερμανούς
(από τις αναμνήσεις του Κωνσταντίνου Κουβέλη όπως αναγράφονται στο βιβλίο του Αναμνήσεις απο Αντίρριο Αστυνομία και Αθλητισμό εκδόσεως του 2008)
Η ώρα δέκα το πρωί. Περνάει χαμηλά — χαμηλά ένα γερμανικό αεροπλάνο. Κάθε τόσο έπεφταν από αυτό αντικείμενα. Προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλο έδαφος για αναγκαστική προσγείωση.
Το αεροπλάνο είχε κτυπηθεί από αντιαεροπορικά στον Ισθμό της Κορίνθου. Ήταν αναγνωριστικό. Είδαν από μακριά την πλαγιά στους πρόποδες της Κλόκοβας κι εκεί θα έκαναν την προσγείωση. Δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν διάλεξαν κατάλληλο τόπο.
Η πλαγιά, κοντά στου Ζέζα, είχε μόνο θάμνους και κοτρώνες. Το αεροπλάνο τους τσακίστηκε και πήρε φωτιά. Το είδαμε και ήμουν από τους πρώτους πιτσιρικάδες που έτρεξαν στο σημείο.
Είχε τρεις Γερμανούς. Ο ένας κατόρθωσε και βγήκε σχεδόν άθικτος. Οι άλλοι δύο ήταν ψημένοι, νεκροί στα καθίσματά τους. Οι χωριανοί από τη Ρίζα είχαν μαζευτεί γύρω και είχαν συλλάβει τον αξιωματικό. Πολλοί κρατούσαν κυνηγετικά όπλα. Ο Γερμανός τους πληροφόρησε ότι σε μια εβδομάδα στον τόπο αυτόν θα έχουν έλθει οι Γερμανοί. Από την Πάτρα ήλθε πλοιάριο του Λιμενικού και τον παρέλαβε. Ήταν σωστός στις προβλέψεις του. Οι πρώτοι Γερμανοί κατέφθασαν με μοτοσυκλέτες.
Το εμπορικό πλοίο στον Αβουρό
Την επομένη του πολέμου με τους Γερμανούς κατέφθασε στον Αβουρό ένα εμπορικό σκάφος. Ο Αβουρός είναι εκεί που τώρα είναι το Ανατολικό Πορθμείο. Το πλοίο ήταν άδειο. Την επομένη έφθασαν τέσσερα στούκας και το βομβάρδισαν. Κάποια βόμβα το πέτυχε στο πίσω μέρος.Ο καπετάνιος το προσάραξε επάνω στον μπάρο. Το πλοίο έμεινε άθικτο και αβύθιστο. Το αντιαεροπορικό που είχαν δεν πρόφθασαν να το χρησιμοποιήσουν γιατί αιφνιδιάστηκαν. Το προσωπικό και ο καπετάνιος το εγκατέλειψαν και βγήκαν στο χωριό. Οι Γερμανοί το είδαν άθικτο και κάθε μέρα, κατά τις δέκα το πρωί, ερχόντουσαν στούκας και έριχναν βόμβες. εικόνες της ζωής στο Αντίρριο της εποχής Για τέσσερις μέρες συνεχίστηκε ο βομβαρδισμός. Ποτέ δεν το πέτυχαν. Την πέμπτη ημέρα σταμάτησαν. Όταν έρχονταν τα στούκας, έβαζαν εκείνες τις δυνατές σειρήνες που προκαλούσαν τον τρόμο. Ήταν η έβδομη ημέρα και μάθαμε ότι η Ελλάδα συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς .
Εμείς είχαμε τότε το πριάρι. Προτείνω στον ξάδελφο μου , να πάμε στο πλοίο να το δούμε. Δέσαμε το πριάρι στο πλευρό του και ανεβήκαμε. Δεν προφτάσαμε να καλοσταθούμε πάνω σ’ αυτό και καταφτάνουν τα στούκας με τις σειρήνες. Μανούλα μου φόβος! Πέσαμε μπρούμυτα στο κατάστρωμα. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα. Τα δόντια μου χτυπούσαν όπως τότε που με έπιανε πυρετός ελονοσίας. Τα πόδια επίσης δεν είχαν ησυχασμό, χτυπούσαν στο κατάστρωμα ταμπούρλο. Δεν ξέρω πόσες βόμβες έριξαν, πάντως καμία δεν το πέτυχε. Ηταν ο τελευταίος βομβαρδισμός και η πρώτη και τελευταία φορά που ανέβηκα στο πλοίο….”
Πηγή: antiriopoliton.blogspot.gr