Η Κλόκοβα το τελευταίο διάστημα λόγω της κατασκευής της Ιόνιας οδού και του τούνελ που θα κατασκευαστεί εκεί, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για την πρόοδο του συνολικού έργου αλλά και της ιδιαιτερότητας του τούνελ, υπάρχουν όμως σελίδες ιστορίας γύρω από την Κλόκοβα που φρονούμε πως είναι ευκαιρία να τις ξεφυλλίσουμε.
Ταφιασσός – Κλόκοβα – Παλιοβούνα – Κακή Σκάλα
Η ταύτιση του αρχαίου βουνού Ταφιασσός με την Κλόκοβα (Παλιοβούνα) είναι σήμερα αποδεκτή από όλους.Το όνομα Ταφιασσός θεωρείται πρωτοελλαδικό και συσχετίζεται με την πόλη Τάφος (Ταφίουσα) της Κεφαλονιάς.Εδώ κατά την αρχαία παράδοση ήταν ο τάφος του Κένταυρου Νέσσου και των άλλων Κενταύρων.Μας πληροφορεί ο Στράβων: «Αυτού είναι και ο λόφος Ταφιασσόςστον οποίο υπάρχει ο τάφος τουΝέσσου και των άλλων Κενταύρων. Μάλιστα λένε, ότι απ’ το σάπισμα των πτωμάτων τους και το νερό που κυλάει στα ριζά του λόφου είναι δύσοσμο και θρομβώδες – πηκτό).Τη συσχέτιση των Οζολών Λοκρών με τον Ταφιασσόν και τους Κενταύρους κάνει και «Μυρσίλος δέ ό Λέσβιος Λοκρούς τούς Όζόλας της επωνυμίας τετυχηκέναι, ότι της χώρας αυτών (τό υδωρ) όζει, καί μάλιστα του Ταφίου καλουμένου όρους. Καί ρειν αύτόθεν εις θάλασσαν ώσπερ πυον , ταθάφθαι δ’ έν τω όρει τούτφ Νέσσον τον Κένταυρος όν Ηρακλής άπέκτεινεν».
Ο Αρχιμ. Διονύσιος Πύρρος αναφέρει στα Ναυπακτικά του: «προς δυσμάς της Ναυπάκτου, περί τό Ταφίασσον όρος, όθεν ρέει ποταμός τις μικρός, όταν βρέχη ό Θεός εξέρχεται εκ της Γής εκείνης μία κακή οσμή εκ των εκεί ίσως υλών και μετάλλων, καθώς και ημείς εν ώ έκείθεν διαβαίνοντες την ήσθάνθημεν. Εις αυτά τα μέρη ένόμιζον οι παλαιοί, ότι έτάφη ό Νέσσος και οι περί αυτόν Κένταυροι, εξ ων και το όρος τάφος και ταφίασσος ώνομάσθη. Βέβαια οι οσμές και οι αναθυμιάσεις έχουν την λογική τους εξήγηση: «Αυτή [η Κλόκοβα] είναι ηφαιστειογενής, εις πολλά δε σημεία έχει βαθείας ρωγμάς, εξ ων αναδίδονται άναθυμιάσεις και παρά την παραλίαν αύται έχουν όσμήν θείου. Ή σύστασις του όρους τούτου είναι μεταλλική. Είναι δεδηλωμένον μεταλλείον».Ο λαός όμως δεν έχει λογικές εξηγήσεις, αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του, χρησιμοποιεί την παράδοση και δίνει τις δικές του ερμηνείες. Οι αρχαίοι λένε ότι ο τάφος των Κενταύρων ήταν στον Ταφιασσό, άρα τούτο επιβεβαιώνεται και από τις αναθυμιάσεις. Η εμμονή αυτή του λαού στην παράδοση διευκόλυνε την ταύτιση του Ταφιασσού με την Κλόκοβα. Η ονομασία Κλόκοβα απαντιέται στα 1485 όταν ακόμα η Ναύπακτος ήταν ενετική. Σε έγγραφα της εποχής αναφέρονται τα χωριά, τα οποία είχαν υποστεί ληστρικές επιδρομές Τούρκων. Ανάμεσα στα χωριά αυτά περιλαμβάνεται και το Λιβάδι Κλόκοβας. Και σήμερα ακόμα υπάρχει η θέση Λιβάδι ή Λιβαδάκια στην Κλόκοβα, ανάμεσα στην Καλαβρούζα και τον Αγραπιδόκαμπο. Άλλωστε στις πλαγιές του βουνού κατά την Τουρκοκρατία και προ αυτής αναπτύχθηκαν πολλοί οικισμοί για περισσότερη ασφάλεια, διότι οι ακτές ήταν πολύ ευπρόσβλητες σε πειρατικές και ληστρικές επιθέσεις. Σε κώδικα του Μοναστηριού Καταφυγίου Αποκούρου που χρονολογείται γύρω στα 1650 αναφέρεται χωριό Κλόκοβα.
Ποιά όμως είναι η προέλευση της ονομασίας; Ο Vasmer (σ. 71) ετυμολογεί το την από ο σλάβικο glogb (=ασπράγκαθο). Δηλ. Κλόκοβα = ασπραγκαθοβούνι. Ίσως να εννοεί το γλογκίδι («κράταιγος ο μονόγυνος = αγλουγκιά) ή τον γλόγο (κράταιγος ο οξυάκανθος» = τρικοκιά).Το πιθανότερο όμως είναι να προέρχεται η λέξη από το φυτωνύμιο κρόκος-κλόκος (=ζαφορά) κατά το γρήγορα-γλήγορα, αδερφός-αδελφός κλπ. Η κατάληξη -οβα είναι σλαβική (πβ. Βαράσοβα, Βαρνάκοβα, Παλούκοβα, Τέρνοβα κλπ.), χρησιμοποιούμενη και από τους Αλβανούς. Επομένως Κλόκοβα είναι η περιοχή όπου φύεται ο κλόκος-κρόκος ή και ο γλόγος.
Παλιοβούνα
Η ονομασία Κλόκοβα εναλλάσσεται με την λαϊκή Παλιοβούνα των νεότερων χρόνων.Οι ντόπιοι ονομάζουν την Κλόκοβα Παλιοβούνα (Πα- λιο+Βούνα – βουνί-βουνό). Το πρώτο συνθετικό δεν έχει απαξιωτικό χαρακτήρα (φθαρμένο, πολυκαιρινό, άχρηστο, κακόβατο κλπ.) αλλά συγκριτικά με κάποια διπλανά είναι πρεσβύτερο, ψηλότερο και προκαλεί σεβασμό.
Κακή Σκάλα
Σε αναφορά (10 Φεβρ. 1835) προς τον Όθωνα σχετική με την Γαβρολίμνη ή Καβρολίμνη αναφέρεται «τό έξ ανατολών όριον άρχόμενον από το βουνόν Κλόκοβας, της κοινώς λεγομένης Κακής Σκάλας…». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η Κλόκοβα κοινώς λέγεται και Κακή Σκάλα. Το τοπωνύμιο αποτελείται από δύο λέξεις. Η πρώτη «κακή» φανερώνει το δύσβατο, το δυσπρόσιτο, το κακόβατο. Η δεύτερη «σκάλα» προέρχεται από την λατ. λέξη scalaπου σημαίνει αποβάθρα / λιμάνι, επίνειο, όρμος. Πβ Σκάλωμα, Σκαλί (λιμανάκι). Πράγματι στο Σοποτό, υπήρχε λιμάνι. Τελικά και ο κακόβατος δρόμος σε γκρεμούς λέγεται Κακή Σκάλα. Τέτοια είναι και η Κακή Σκάλα της Κλόκοβας. Ο παλιός δρόμος ήταν χαμηλότερα από τον σημερινό εθνικό δρόμο, κοντά στη θάλασσα. Οι περιγραφές του Οθωμανού περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή στα 1668 είναι αρκετά χαρακτηριστικές.
« Αφού εκ νέου αποχαιρέτισα τούς προεστώτας, έπροχώρησα εξ μίλια κατά μήκος της θαλάσσης με δυτικήν καί βορειοδυτικήν κατευθυνσιν προς τα άκρα των βουνών της Κακής Σκάλας και αφού διήλθον από επίφοβα και επικίνδυνα σημεία εις 5 ώρας, έφθασα…».
Λίγο πιο κάτω περιγράφει: «…ούτως αφού έν διαστήματι μιας ήμέρας έπανήλθομεν εις το όρος της Κακής Σκάλας, της πλησίον της Ναυπάκτου κειμένης, εύρομεν τον μπέην της Ναυπάκτου εις θέρετρον και του έπαρουσιάσαμεν την σουλτανικήν διαταγήν και τα γράμματα του σερδάρη Άλή πασά. Εκείνος μετά προετοιμασίαν με στρατιώτην του και όλους τούς ραγιάδες έδωσαν εις έμέ τόν ταπεινόν ένα πουγγί μέ χρήματα, ένα ιππον καί ένα άπό τήν Μάνην, καί προέπεμψέ με κατευθυνόμενον προς τόν δισδάρην τής Μάνης. Άπό έδώ φαίνονται τά κονάκια τών άλλων σαντζακίων τά όποια έπεσκέφθημεν.
Κατ’ αρχάς άπό τήν Κακήν Σκάλαν ήκολουθήσαμεν κατηφορικόν πρός δυσμάς δρόμον Θεός φυλάξαι, δέν τολμαει κανείς νά στρέψη τό βλέμμα του πρός τά κάτω. Ό ύψιστος Θεός είθε νά συγχωρήση τόν μάρτυρα καί νικη τήν Ντουράκ πασάν ό όποιος, ότε ήτο μπέης της Ναυπάκτου, συνήθροισε πολλάς χιλιάδας ραγιάδες καί περαγιάδες, δεσμώτας καί αιχμαλώτους των ιδικών του κατέργων ,τούς διεσκόρπισε καί έκαθάρισαν κατά τοιούτον τρόπον τόν όρεινόν δρόμον ώστε εις τό έξής νά είναι δυνατόν να προχωρούν παραπλεύρως ό είς του άλλου δύο άραμπάδες’ έπίσης είς τήν πρός τήν θάλασσαν πλευράν του δρόμου ύψωσε φράκτας προστατευτικούς καί λιθίνας οίκοδομάς. Ούτω κατασκευάσας είς τά άπροσπέλαστα όρη δρόμον είς άπόστασιν δύο ώρών μέ καθαρόν λιθόστρωτον, προσέφερε τόσον μεγάλην άγα- θοεργίαν την οποίαν δέν δύναται κανείς νά παραστήση διά τών λόγων».
Ο Πουκεβίλ, που πέρασε προ του 1815 απ’ την Κακή Σκάλα, γράφει: «Σε λίγο, η εικόνα αυτή είχε χαθεί από τα μάτια μας, αφού προχωρήσαμε δύο χλμ. σε ξερότοπο, για να φτάσουμε στο στενό της Κακής Σκάλας που έρχεται ολόγυρα στη μεσημβρινή πλευρά του όρους Κλόσοβο ή Τάφιος. Σταματήσαμε για να ξεκουράσουμε τα άλογα και για να στερεώσουμε τα εφόδια, πριν μπούμε σ’ αυτό το απόκρημνο μονοπάτι. Επωφελήθηκα, για να προσδιορίσω τα αναγνωριστικά σημεία που διέθετα […]. Άφηνα το βλέμμα μου να πλανηθεί προς το νοτιά, στις ακτές της Πελοποννήσου και στα πόδια μου, στις πλαγιές της Κακής Σκάλας που ήταν γεμάτες καλάμια στη βάση τους, είχα τις θερμές, θειούχες πηγές, για τις οποίες ο Μυρτίλος ο Λέσβιος ισχυρίζεται πως η δυσοσμία που ανέδιδαν στάθηκε αιτία να επονομαστούν Οζολοί οι Λοκροί γείτονες του όρους Τάφιος.
Ο ήλιος έκαιγε όταν μπήκαμε στην επικίνδυνη στενωπό της Κακιάς Σκάλας, περνώντας από ‘να ελικοειδές μονοπάτι στη νότια πλευρά του βουνού, σχεδόν κάθετα προς τη θάλασσα. Μερικές πέτρες βαλμένες κάθετα, σχημάτιζαν φράχτη για να εξασφαλίζει τους διαβάτες. Στα σημεία που έλειπε ο φράχτης, κοίταζα τον κόλπο στο βάθος και ανατρίχιαζα. Τελικά, φτάσαμε στο μεγαλύτερο ύψωμα, που είναι περίπου εξακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Βρήκαμε το μονοπάτι φραγμένο από κατολισθήσεις λίθων; που αποσπώνται σχεδόν συνέχεια από τα παραπάνω στρώματα. Οι οδηγοί μας άνοιξαν πέρασμα καθαρίζοντας το μονοπάτι από τους ογκόλιθους. Η σύνεση μας υποχρέωνε να ξεπεζέψουμε για να κάνουμε το υπόλοιπο της διαδρομής. Αρχίσαμε λοιπόν να κατεβαίνουμε ή μάλλον αφεθήκαμε στα γλιστερά χαλίκια. Ύστερα από τρία τέταρτα κούρασης, βρεθήκαμε στην πεδιάδα.
Έμπαινα στη δεύτερη κοιλάδα της Επικτήτου Αιτωλίας και στα εδάφη που ανήκουν άμεσα στον πασά του Λέπαντου, γιατί το τμήμα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον Εύηνο και το όρος Κλόσοβο, αν και είναι στη δικαιοδοσία του, σήμερα το ‘χει πάρει ο Αλή Πασάς. Μόλις είχαμε κάνει μερικά βήματα, όταν μου έδειξαν τα ερείπια του χωριού Καλαφρούτα, που το έκαψαν οι κλέφτες. Φεύγοντας από το χωριό περάσαμε ένα ποτάμι που ίσως είναι ο Ταφιασός. Αυτός ο χείμαρρος -φουσκώνει κατά την περίοδο των βροχών- πηγάζει δέκα χιλμ. βόρεια του όρους Κόρακας, στα περίχωρα του χωριού Μαναλούδι, της Μαμουλάδας και του Κατωλόγγου, που βρίσκονται πάνω στο δρόμο για το Κουκιόκαστρο. Το χωριό αυτό μαζί με το Μαναλούδι είναι παλιές πολίχνες της Μολύκρειας και της Μακύνειας. Μέσα στην έκταση των εννιά χλμ. που διασχίσαμε από τον Ταφιασσό, για να φτάσουμε στο κάστρο του Λέπαντου, δεν είδα άλλο χωριό από το Χαλούλ-Αγά».
Την ίδια περίπου εποχή ο Πύρρος παρατηρεί: «Αμέσως εις την άνατολικήν αυτού [Ταφιασσού] πλευράν άρχεται ή Κακή λεγομένη Σκάλα, κειμένη προς την νοτίαν πλευράν του βουνού αύτού. Ή Σκάλα αύτη δεν είναι άλλο, παρά μία οδός δύσβατος, στενή και άπόκρημνος, κάτωθεν της οποίας λιμνάζει ή θάλασσα. Ή κακή αυτή οδός έκτείνεται πρός δυσμάς έως 2 μίλια. Είς τήν άρχήν καί είς τό τέλος τής οδού ταύτης τό πάλαι οι Ενετοί είχον όχυρώματα τινά δυνατά, άσβεστόκτιστα όμως».
ΠΗΓΗ : “του Δήμου Αντιρρίου τα Χωριά” Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου
Μακύνεια -Ρίζα του Κώστα Δ Μαραγιάννη
Πηγή: http://antiriopoliton.blogspot.gr/